βασανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βασανίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βασανίζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. βαρσανίζω Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Προπ. (Κύζ) κ.ἀ. βαρσανίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βασανίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐξετάζω τι μετ’ ἀκριβείας Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Νὰ τὸ βασανίσουμε τὸ πρᾶγμα (τὴν ὑπόθεσιν περὶ ἧς ἡ συζήτησις). 2) Προξενῶ εἴς τινα σωματικὰς ἢ ἠθικὰς ταλαιπωρίας, ταλαιπωρῶ, τυραννῶ ἔνθ’ ἀν.: Μὲ βασανίζει πολὺ αὐτό τό παιδί. Μὲ βασάνισε πολὺ ὥσπου νὰ μὲ πλερώσῃ. Μὴ βασανίζεσαι γιὰ τόσο μικρὰ πράματα. Βασανίστηκα πολὺ ὥσπου νὰ πετύχω. Βασανισμένος ἄνθρωπος. Βασανισμένη γυναῖκα κοιν. || Φρ. Βασανισμένη ψυχὴ (ἐπὶ ἀνθρώπου δεινοπαθήσαντος πολὺ) κοιν. Βασανισμένο κόκκαλο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. || Παροιμ. Ἀναπαυμένα νιᾶτα, βασανισμένα γεράματα (ὁ μὴ ἐργαζόμενος κατὰ τὴν νεότητα ὑποφέρει ἐκ στερήσεων κατὰ τὸ γῆρας) Θήρ. ’Σ τὰ πολλὰ βασανισμένος καὶ ’ς τὰ λίγ’ ἀναπαμένος (ἐπὶ τοῦ γλίσχρως ἀμειβομένου διὰ πολλοὺς κόπους) Λεξ. Δημητρ. || ᾌσμ. Γιˬά σένα πάω κ’ ἔρχομαι, γιˬὰ σένα τριγυρίζω, γιˬὰ σένα τὸ κορμάκι μου πολλὰ τὸ βασανίζω Κρήτ. Βασανισμένη μου καρδιˬά, δὲν εἶσαι bλεˬὸ δική μου, ἐξερριζώθης κ’ ἤφηκες ἔρημο τὸ κορμί μου αὐτόθ. Τῆς μετοχ. βασανισμένος ἀντίθ. ἀβασάνιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/