γουνερὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνερὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουνερὸ τό, Κεφαλλ. - Α. Λασκαράτ., Ἤθη, 110 - Λεξ. Βλαστ 350.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *γουνερός, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ οὐσ. γούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
1) Γούνα 1, τὸ ὁπ. βλ., Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν.: Φοδράδες μὲ γουνερὸ μέσαθε. 2) Βραχὺς ἐπενδύτης, ἔχων ἐσωτερικῶς ἐπένδυσιν ἢ περίρραμμα ἀπὸ γούναν Κεφαλλ. - Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ. 350: Μιˬὰ κυρία μὲ τὸ γουνερό της Κεφαλλ. Ὁ παππᾶς μὲ τὸ γουνερό του (βραχὺ ράσον μὲ ἐπένδυσιν ἢ ἐπίρραμμα ἐκ γούνας) αὐτόθ. Ἂς εἶναι, εἶπε ὁ παππᾶς, κάνω πιˬὸ κοντὸ τὸ γουνερό μου (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA