ἀσπρομαχῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρομαχῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρομαχῶ Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) ἀσπρουμαχάου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -μαχῶ, περὶ ἧς ἰδ. Γ. Χατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 251. Διὰ τὴν ἀπώλειαν τῆς σημ. τοῦ β΄ συνθετ. πβ. βουλομαχῶ (= βουλῶ) κττ.

Σημασιολογία

Λάμπω ἐκ τῆς λευκότητος ἢ καθαριότητος συνήθως τῶν ἐνδυμάτων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσπρομαχῶντας οἱ καλεσμένοι χορεύουν ᾽ς τὴν αὐλὴ Μάλγαρ. Συνών. ἀσπρολουλουδίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/