βασανοκατοικία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασανοκατοικία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
βασανοκατοικία ἡ, Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βάσανο καὶ κατοικία.
Σημασιολογία
Κατοικία, τόπος βασάνων: ᾎσμ. Τὸ στῆθος μου κατάντησε βασανοκατοικία, νὰ κατοικοῦν οἱ λέοντες καὶ τ’ ἄγρια θερία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA