γουνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουνιˬάζω Μακεδ. (Κοζ.) γουνιˬάζου Μακεδ. (Βλάστ.) γ᾽νιˬάζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ιˬάζω.
Σημασιολογία
1) ᾽Επενδυω ὕφασμα ἢ ἔνδυμα διά γούνας ἢ ἐπιρράπτω εἰς αὐτὸ γούναν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.): Ἐπῆραν ἕνα τζεμπὲν ρούχινον ἀνδρίκειον μὲ τεφὲν εἰς τὲς ποδιˬὲς γουνιˬασμένον (τζεμπὲν = σάκκον ἀνδρικόν, τεφὲν = εἶδος γούνας· ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1830) Κοζ. || ᾎσμ. Σώπα, σώπα, σκλαβούλα μου, καὶ μὴ τὸ μαρτυρήσῃς, θὲ νὰ σοῦ φκε͜ιάσω φορεσιˬὰ τζοβέδες γουνιˬασμένους (τζοβέδες = τσεβρέδες, κεντητὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς) Ἀδριανούπ. 2) Ράπτω γούναν Μακεδ. (Ἔδεσσ. Νάουσ.) 3) Ἐπιδιορθώνω γούναν Μακεδ.: Πᾶρι τ᾽ γοῦνα μ᾽ νὰ τ᾽ γ᾽ νιˬάσ᾽ ς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA