γούπατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούπατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γούπατος ἐπίθ. Ἤπ. (Πάργ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γούπατος ὁ, Ἤπ. Θεσσ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) - Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα, 42 – Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 371 γούπατους Μακεδ. (Καταφύγ.) Σάμ. Σκόπ. χούμπατους Ἤπ. (Πάργ.) ᾽ούπατους Ἤπ. (Πάργ.) γούπατο τό, πολλαχ. γούπατου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γούπατε Τσακων. γούπετο Ἤπ. (Κόνιτσ.) γούβατο Ι. Θωμόπ., Πελασγ., 136 γούπαντου Στερελλ. (Ἀράχ.) βούπατο Πελοπν. (Γέρμ.) γούσπατο Εὔβ. (Βρύσ.) ᾽ούπατο Ἰθάκ.
Ετυμολογία
Κατὰ Μ. Φιλήνταν εἰς Ν. Ἑστίαν 5 (1931) 377 ἐκ συμφυρμοῦ τῶν οὐσ. γούβα καὶ πάτος › γούπατος ὁ › γούπατο τό.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ., ἐπὶ τόπου, ὁ εὑρισκόμενος εἰς κοίλωμα, κοῖλος Ἤπ. (Πάργ.) Κεφαλλ. ΙΙελοπν. (Μάν. Ξεχώρ.) Στερελλ. (Σπάρτ.): Ἔναι γούπατος τόπος, δὲ φυσᾷ καθόλου ἀέρας Μάν. Εἶν᾽ γούπατου χουράφ᾽ κι᾽ κρατάει τοὺ νιρὸ Σπάρτ. Ὅλες οἱ ἐλίτσες μου ἤτανε σὲ γούπατα μέρη, γιˬ᾽ αὺτὸ σωθήκανε ἀπὸ τὸν ἀέρα Ξεχώρ. Β) Τὸ ἀρσ. καὶ οὐδ. ὡς οὐσ. 1) Μέρος κοῖλον, τόπος ἐν γένει χαμηλότερος τοῦ πέριξ ἐδάφους, κοιλὰς πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἀπ᾽ αὐτοὺ τοὺ καλύβ᾽ δὲ βλέπεις τίπουτα, εἶι μέσ᾽ ᾽ς τού γούπατου Στερελλ. (Λεπεν.) Τὸ σπίτ᾽ εἶναι ᾽ς τὸ γούπατο καὶ δὲ γλέπω οὔτ᾽ οὐρανὸ Πελοπν. (Δίβρ.) Τὸ μουλάρι μου ἦταν σὲ γούπατο τσαὶ δὲν τὸ εἶδα Πελοπν. (Γελίν.) Τὸ μέρος ἔχει καὶ τὸ καλοκαίρι νερό, γιˬατὶ εἶναι γούπατο Θήρ. Ἔπισαν τὰ πρόβατα ᾽ς τοὺ γούπατου Θεσσ. (Ἀργιθ.) Ἔρχεται σὰ γούπατο τ᾽ ἀμπέλι κιˬ ἀργοῦν νὰ γενοῦνε τὰ σταφύλιˬα Εὔβ. (Μετόχ.) Σᾶς ἀγνάντιβα ἀπουδῶ κὶ σᾶς ἔχασα τότε ποὺ πέσατε μέσα ᾽ς τοὺ γούπατου Στερελλ. (Παλαιοχ.) Δὲν κάθομαι ἐδῶ, γιˬατ᾽ εἶναι γούπατος· θ᾽ ἀνέβω παραπάνω Ἤπ. Πῆγι μέσ᾽ ς τοὺ γούπατου κὶ κρύφτ᾽κι Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἔνι γούπατε τὸ μέρι τ᾽ ἔνι ποῖα κάψα (εἶναι γούπατο τὸ μέρος καὶ κάνει ζέστη) Τσακων. Ἐεῖρκα ταὶ τὸ γούπατε σάτσι (ἔσπειρα καὶ τὸ γούπατο φέτος) αὐτόθ. Ἐκοιμήθηκαν ᾽ς τοῦ βουνοῦ τὸ διˬάσελλο καὶ ᾽ς τὸ γούπατο κατακαμπῆς Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 46. Λάλαε τὴ φλογέρα μέσα ᾽ς ἕνα γούπατο Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης, 42. Οἱ κλέφτες ὅλοι ὀρθοὶ μὲ τὶς πλάτες γυριστὲς κατὰ τὸν ἥλιˬο πού ᾽ρριχνε τ᾽ ἀντίφλογό του κάτου μές᾽ ᾽ς τὸ γούπατο Γ. Βλαχογιάνν., Τὰ παληκάρ., 9. Τὸ λιβάδι εἶναι γούπατο κ᾽ ἕνα γῦρο ράχες Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 57. || Ποίημ. Αὐτὴν τὴν ὥρα οἱ πιστικοὶ τὰ πρόβατα σκαρίζουν· βόσκουν αὐτὰ μὲ τὴ δροσιˬὰ καὶ μὲ τὸ κρύο τῆς νύχτας σὲ γούπατον, σὲ λαγκαδιˬὰ καὶ ᾽ς ὄχτους ἁπλωμένα Κ. Κρυστάλλ, Ἔργα 2, 42. 2) Μέρος ὑπήνεμον Ἤπ. Στερελλ. (Γραν.) κ.ἀ.: Κάτσι ᾽ς τοὺ γούπατου νὰ μὴ κρυώσ᾽ς Γραν. 3) Στενὴ χαράδρα σχηματισθεῖσα ἐκ τῆς ροῆς τῶν ὐδάτων Μακεδ. (Καταφύγ.) 4) Μικρὰ κοιλότης γῆς, λάκκος Ἤπ. Θεσσ. Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἔπισι ᾽ς ἕνα γούπατου γιμᾶτου νιρὸ Σκόπ. 5) Κοιλότῆς ἐδαφική, χάσμα γῆς σχηματισθὲν ἐξ ὑποχωρήσεως τοῦ ἐδάφους Εὔβ. (Βρύσ.): Νὰ προσέχῃς, νὰ μὴν πέσῃς σὲ κανένα γούσπατο. 6) Τὸ ἐκ χώματος δάπεδον οἰκίας Κεφαλλ.: Ἐκεῖ πού κοιμόμαστε εἶναι σανίδα, ᾽ς τὸ μαγερε͜ιὸ εἶναι γούπατο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γούπατο πολλαχ. καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Γούπαντα τά, Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἀγούπατος Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA