γκεζντιρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεζντιρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκεζντιρεύω ἐνιαρ. κεζτιρεύω Πόντ. (᾿Αργυρόπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gezdirmek=περιφέρω.
Σημασιολογία
Περιάγω, περιφέρω κάποιον: ᾎσμ. Κόρη, ὄντας ἐγένουσ’νε καὶ ὅντας ἐγεννέθες, ἔτον καὶ δεντροφύλλωμαν κιˬ ὁ φέγγον ἔτον νέος κ᾿ ’ένουσ’νε ᾽ς σ᾿ ἥλ’ τὸ γέννεμαν καὶ ’ς σὴν καλὴν τὴν ὥραν νὰ κεζτιρεύω τ’ ἄλογο σ᾿, νὰ κλώθω τὰ παπούτσ σ᾿ (ὁ φέγγον=ἡ σελήνη, ᾽ς σ᾽ ἥλ’ τὸ γέννεμαν=κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA