βασιλάνθρωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλάνθρωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βασιλάνθρωπος ὁ, Κεφαλλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ ἄνθρωπος.

Σημασιολογία

Λαμπρός, ἐξαίρετος ἄνθρωπος: Φρ. Εἶναι κιˬ ἄνθρωποι βασιλάνθρωποι, εἶναι καὶ οἱ γαιˬδουράνθρωποι ἀγν. τόπ. Συνών. ἀρχοντάνθρωπος, ἀφεντάνθρωπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/