ἁπαλογύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλογύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπαλογύριστος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2107.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἁπαλὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. γυριστὸς<γυρίζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει προσκλίνει πρὸς τὴν ἑτέραν τῶν πλευρῶν διὰ νὰ ἀναπαυθῇ προχείρως: Ποίημ. Καὶ ἁπαλογύριστη δεξὰ κιˬ ἀκκουμπημένη ἀπάνου ᾿ς τὸ δεξὶ πόδι ἀνάλαφρα γυρίζει πρὸς τὰ πίσω, τ’ ἄλλο της πόδι καὶ βαστᾷ μὲ τὸ ζερβί τὸ χέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA