γκέλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκέλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκέλα ἡ, σύνηθ. κέλ-λα Κύπρ. γκελὲς ὁ, Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gele, ὅρος χρησιμοποιούμενος κατὰ τὸ παίγνιον «τάβλι».

Σημασιολογία

Ἡ κατὰ τὸ παίγνιον «τάβλι» περίπτωσις, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ρίπτων τούς κύβους φέρει ἀριθμούς ἀντιστοιχοῦντας εἰς τόπους κατεχομένους ὑπὸ δύο ἢ πλειόνων πεσσῶν τοῦ ἀντιπάλου, ὥστε δὲν δύναται νὰ τοποθετῆση ἐπὶ τοῦ ἄβακος τούς ἐκβληθέντας πεσσοὺς του σύνηθ.: Ἔκανα-ἔρριξα-ἔφερα γκέλα. Μοῦ χτύπησε ἕνα πούλι καὶ φέρνω γκέλες συνέχεια σύνηθ. β) Μεταφ., ἡ ἀποτυχία Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Ακαρναν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/