γκελμπερὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκελμπερὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκελμπερὶ τό, Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Βιθυν. (Μουδαν. Νικομὴδ.) Μακεδ. (Νάουσ.) Προπ. (Πάνορμ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. gελbερὶ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) γκιλμπιρὶ Θεσσ. (Ἀετόλοφ. ’Ανατολ. Μελιβ. Μεγαλόβρυσ. Νερόμυλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Νάουσ.) gιλbιρὶ Θάσ. Προπ. (Κύζ.) γκιλντιρὶ Μακεδ. (Βόιον) gιλντιρὶ Θεσσ. (Μελιβ.) κιλμπιρὶ Θεσσ. (Πὴλ. Σκήτ. κ.ἀ.) κιλbιρὶ Θεσσ Σάμ. (Μαραθόκ.) τσελμπιρὶ Τένεδ. τσιλbιρὶ Ἄνδρ. (Κόρθ.) κελπερὶν Κύπρ. γκιˬουλμπιρὶ Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Ζουπάν.) κιˬουλbιρὶ Λῆμν. γκέλμπερι Ναύστ. Πελοπν. κ.ἀ. gέρbερι Ἴος γκέλμπιρ’ Θεσσ. (Φάρσαλ) Θρᾴκ. (Σουφλ.) gέλμπιρ’ Θεσσ. Σάμ. κελbερὶ Κρήτ. (Μουστάκ.) κέλbερι Κύθν. κέλbιρ’ Σάμ. κέλμπουρο Πελοπν. (Μαραθ.) γκελμπερὴ ἡ, Πόντ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. κελπερὴ Πόντ. (Χαλδ.) γκέλμπερη Ναύστ. γκέρμπιλη Θεσσ. (Συκαμν.) κέλbερη Ἄνδρ. Πελοπν. (Ἄργ.) κέρbερη Σύμ. τσέλμπιρ’ Στερελλ. (᾿Αράχ.) γκέλbερ’ς ὁ, Θρᾴκ. (Καρωτ.) γκέρμπιλης Θεσσ. (Κρυόβρ.) κέλμπερης Σῦρ. τσιˬαρbέρης Κῶς gέλbουρας Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gelberi=ἑλκυστῆρ.
Σημασιολογία
1) Μακρὰ σιδηρᾶ ἤ ξυλίνη ράβδος φέρουσα εἰς τὸ ἕν ἄκρον αὐτῆς προσηλωμένον καθέτως τεμάχιον ξύλου ἤ μετάλλου πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν ἀνθρακίων ἐκ τῆς ἑστίας τοῦ κλιβάνου ἢ πρὸς συσσώρευσιν τοῦ ἁλωνισθέντος σίτου, σησαμίου κλπ. Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Βιθυν. (Μουδαν. Νικομὴδ.) Θεσσ. (᾿Ανατολ. Κρυόβρ. Μεγαλόβρ. Μελιβ. Νερὸμυλ. Συκαμν. Φάρσαλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σουφλ. Τσακίλ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Δαμασκ. Ζουπάν. Νάουσ.) Πόντ. (Χαλδ.) Σάμ. Στερελλ. (’Αράχ.) Τένεδ. κ.ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ποῦ τὸ ᾽βανες τὸ gελbερί, νὰ τραυήξω τὴ θράκα; Τσακίλ. Νὰ τ’ βγάλ’ς ὄ’ξου τ᾽ στάχτ’ ’ποὺ τοὺ φοῦρνου μὶ τοὺ γκέλμπιρ’ Φάρσαλ. Ἰφτυχῶς βρέθ’κις κὶ σύ τε͜ιά, ποὺ ἔ᾿ς γκέρμπιλη, νὰ μᾶς ’ξυπηριτᾶς (τε͜ιὰ=θεία) Συκαμν. Κάηκι ἡ φούρνους, νὰ φέρ᾽ς τοὺ γκέρμπιλη νὰ τραυήξου τὰ καρ’να (=κάρβουνα) Κρυόβρ. Συνών. παππαδιˬά, συνδαύλιστρ ο, συντρίφτης, φουρνοκόντι, φουρνόξυλο. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκελμπερῆς Πελοπν. (Κυνουρ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Κερμπερῆς Κεφαλλ. β) Σιδηρᾶ ράβδος μετ’ ἀγκιστροειδοῦς ἄκρου, διὰ τῆς ὁποίας ὑποδαυλίζουν τὴν πυρὰν καμίνου ἤ τοποθετοῦν τὸ πῶμα αὐτῆς Θεσσ. Ἴος Κύθν. Κῶς Ναύστ. Πελοπν. Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. 2) Εἶδος λαβίδος διὰ τῆς ὁποίας ἀνασύρουν τοὺς ἄνθρακας ἐκ τῆς πυρᾶς Θάσ. Συνών. μασιˬά, τσιμπίδα. 3) Εἶδος πτύου διὰ τοῦ ὁποίου ἀναδεύουν τὸν πηλὸν Κύπρ. 4) Διχαλωτὴ σκαπάνη Θεσσ. (Πήλ.) Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA