ἀσπρομματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρομματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρομματιˬάζω Λεξ. Αἰν. ἀσπρουμματιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽σπρομματιˬάζω Ρόδ. κ.ἀ. ἀσπρομμαθιˬῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. μάτι.

Σημασιολογία

Λευκαίνομαι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ νόσου ἢ ἄλλης αἰτίας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσπρουμμάτιˬασι ἡ γίδα - ἡ πρατῖνα Στρόπον. || Φρ. Ἀσπρομμάτιˬασεν νὰ θωρῇ (ἐπὶ ἀγωνιώδους ἀναμονῆς. Συνών. φρ. ἄσπρισε τὸ μάτι του) Ρόδ. Ἀσπρουμμάτιˬασι ἀπ᾽ τὴν πεῖνα Ἀράχ. Ἀσπρομματιˬάσαμεν νὰ σὲ ἰδοῦμε (πολὺν καιρὸν δὲν σὲ εἴδαμεν) Λεξ. Αἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/