βασιλεˬὰς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλεˬὰς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βασιλεˬὰς ὁ, βασιλεὺς Πόντ. (Χαλδ.) βασιλέας Αἴγιν. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Καππ. (Ποτάμ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Μέγαρ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. ᾿Εγκαρ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σάμ. Σύμ. κ.ἀ. βασιλέα Ἀπουλ. βασιία Τσακων. βασιλέγας Καππ. (Μαλακ.) βαιλέγας Καππ. (Σίλατ.) βασιλεˬὰς κοιν. βασιλς Πόντ. (Τραπ.) βασ’λεˬὰς βόρ. ἰδιώμ. βαιλεˬὰς πολλαχ. βα’λεˬὰς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βασιγεˬὰς Κρήτ. Σίφν. βασιλὲς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Βιθυν. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σκοπ.) Ἰκαρ. Ἰων. (Κρήν. Σμύρν.) Κάλυμν. Κρήτ. Μοσχονήσ. Μύκ. Νάξ. Σῦρ. Τῆλ. Τῆν. Χίος κ.ἀ. βασ’λὲς Θρᾴκ. (Αἶν. Καλλίπ. Κομοτ.) Ἴμβρ. Λέσβ. Προπ. (Κύζ.) Σάμ. Τῆν. κ.ἀ. βασιὲς Θρᾴκ. (Ταϊφ.) βασιλεˬὸς Καππ. (Ἀνακ.) Κρήτ. κ.ἀ. βασιλὸς Καππ. (Φάρασ.) κ.ἀ. Γενικ. βασιλεˬῶς πολλαχ. βασ’λεˬῶς Ἤπ. κ.ἀ. Πληθ. βασιλεˬοὶ Καππ. (Ἀξ. Φλογ.) βασιλοὶ Καππ. (Φάρασ.) Κρήτ. Σῦρ. κ.ἀ. βασιλέηδες Αἴγιν. Μέγαρ. βασιλεˬάδοι Λυκ. (Λιβύσσ.) βασιλντοι Πόντ. (Κερασ.) βασιλντ’ Πόντ. (Χαλδ.) βασιλδοντες Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Θηλ. βασίλισσα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) βασίλισσα Χίος (Πυργ.) βαίλια Κῶς κ.ἀ. βασι’σσα βόρ. ἰδιώμ. βαι’σσα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βασίλιτσα Α.Ρουμελ. (Καρ.) Κάρπ. βασίλιττσα Ἀστυπ. βασίλ’τσα Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ. βασ’λίντζα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) βασιλεˬὰινα Θρᾴκ. βασιλνα Πόντ. βασιλεˬάδαινα ἐνιαχ. βασ’λεˬάδινα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. βασιλεˬάς, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βασιλεύς.
Σημασιολογία
1) Ὁ κληρονομικὸς ἄρχων κράτους, βασιλεὺς κοιν. καὶ Ἀπουλ Καππ. Ἀξ. Μαλακ. Ποτάμ. Σίλατ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Φρ. Ζῇ σὰ βασιλεˬὰς (ἐπὶ τοῦ ζῶντος πλουσίως). ’Σ τὸ σπίτι του ὁ καθένας εἶναι βασιλεˬὰς (ἕκαστος διευθύνει τὰ τοῦ οἴκου του κατὰ βούλησιν). Τὸν ἔκανα βασιλεˬὰ (τὸν ἱκέτευσα πολύ). Τὴν ἔχει τὴ γυναῖκα του σὰ βασίλισσα (τὴν τιμᾷ καθ’ ὑπερβολὴν) κοιν. Δὲ σὲ κάναμε βασιλεˬὰ (πρὸς τὸν αὐθαιρέτως ἐπεμβαίνοντα εἰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις καὶ θέλοντα νὰ διευθύνῃ). Το’ ’μαθε κιˬ ὁ κουφός βασιλεˬὰς (ἐπὶ πράγματος κοινολογηθέντος) πολλαχ. Τὸ φαεῖ εἶναι ὁ βασιλὲς (ἡ τροφὴ εἶναι ἡ κυριωτέρα φροντὶς) Τῆν. Φαεῖ βα᾿λεˬὰς (ὡραιότατον) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βγῆκε ὁ πρῶτος βασιλέας (ἔγινε ἡ μεγάλη εἴσοδος τῆς λειτουργίας αὕτη γίνεται καθ’ ἣν στιγμὴν ψάλλεται ἡ φράσις «ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξάμενον) Πελοπν. (Μάν.) Βγῆκε ὁ βασιλεὰς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Γίν’κι ὡς τὸν βασιλέα (ἐπὶ τοῦ μεθυσμένου κλίνοντος τὴν κεφαλὴν ὡς ὁ εὐσεβὴς Χριστιανὸς κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον τῆς λειτουργίας ἀκούων τὸ «ὡς τὸν βασιλέα κτλ») Σάμ. || Παροιμ. Ὁ ἄντρας μου βασιλεˬὰς κ’ ἐγὼ βασίλισσα, ὁ ἀδελφός μου βασιλεˬὰς κ’ ἐγὼ σκλάβα του (ἐπὶ ἀδελφοῦ ὅστις νυμφευόμενος ἀδιαφορεῖ περὶ τῆς ἀδελφῆς του ἢ τὴν μεταχειρίζεται δουλοπρεπῶς) πολλαχ. || ᾌσμ. Ὁ βασιλεὺς ἐπρόσταξεν κ’ οἱ δοῦλ’ εὐθὺς ἐποίκαν Χαλδ. Σὰ βασιλέας προπατεῖς, σᾶ ρῆγας κατεβαίνεις, σὰν ἄγγελος ζωγραφιστὸς καί τσοὶ καρδιˬὲς μαραίνεις Κρήτ. Δὲν εἶν’ ἡ μάννα μου φτωχε͜ιά, δὲν εἶναι ξενοδούλα, μόν’ είναι βασιλεˬὼς παιδί, ρήγισσας θυγατέρα Κέρκ. β) Ὁ ἐξέχων ἐπὶ πλούτῳ καὶ ἀξιώματι πολλαχ.: ᾎσμ. Χαρά σου σένα, νύφη μου, χαρὰ ᾿ς τὸ ριζικό σου, τὸν βασιλέα τοῦ χωριˬοῦ ἔκαμες σύντροφό σου Νίσυρ. γ) Ὁ μόλις στεφανωθείς, νεόγαμβρος Καππ. (Σίλατ.) 2) Ἀρσεν. καὶ θηλ., ὁ ἀρχηγὸς τῶν μελισσῶν σύνηθ. Συνών. μάννα. 3) Ἀρχηγὸς παιδιᾶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) 4) Τὸ ἔντομον μάντις ὁ θρησκευτικὸς (mantis religiosa) ΑΚουρτίδ. Εἰκόν. βίου ζῴων 424. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλογάκι 3. 5) Τὸ ἔντομον μηλολόνθη Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ. Σουδεν. Χατζ.) Συνών. βαβούλα (Ι) 1. 6) Τὸ ἕντομον χρυσαλλὶς καὶ δὴ τὸ μεγάλου μεγέθους Κύθηρ. Πελοπν. (Καλαμ) κ.ἀ. 7) Μικρόν τι ἔντομον ὡραίου ἐρυθροῦ χρώματος Στερελλ. (Εὐρυταν.) 8) Τὸ πτηνὸν calcedo ispida ποικιλόχρωμον καὶ χαριέστατον Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 9) Πτηνόν τι ἀγριον Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) 10) Ὁ ἄρτος ΜΛελεκ. Ἐπιδόρπ. 210: Μὰ τοῦτον τὸ βασιλεˬὰ! (ὅρκος). 11) Μία τῶν πλευρῶν τοῦ ἀστραγάλου ἐν παιδιᾷ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Συνών. βασιλεία 4, βασιλίκι 4. 12) Παιδιὰ δι΄ ἀστραγάλων πολλαχ.: Τὰ παιδιˬὰ παίζουν τὸ βασιλεˬὰ ἢ τοὺς βασιλεˬᾶδες. 13) Θηλ., εἶδος παιδιᾶς Μακεδ. Στερελλ. 14) Εἶδος σταφυλῆς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA