ἁπαλονυχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλονυχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁπαλονυχιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλονύχης.
Σημασιολογία
Ἀποκτῶ ἁπαλοὺς ὄνυχας καὶ ἑπομένως βαδίζω δυσκόλως, ἐπὶ τῶν ὑποζυγίων: Ἔχει το τὸ ζωdόβολο κιˬ ἁπαλονυχιˬάζει. Ἁπαλονυχιˬασμένος εἶν᾽ ὁ μοῦλος καὶ δὲ bορεῖ νὰ πορπατῇ καθόλου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA