ἁπαλουδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλουδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπαλουδάκι τό, Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁπαλούδι καὶ τῆς ὑποκορ. παραγωγικῆς καταλ -άκι.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ., μικροὶ κρίθινοι ἄρτοι οἱ ὁποῖοι μετὰ ἰχθύων ἢ ἄλλων ἐδεσμάτων διανέμονται εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους: Ἔταξα ’ς τὸν ἅγιˬο νὰ τοῦ κάνω κάθε χρόνο ἁπαλουδάκιˬα. Πβ. ἁπαλὸς Β8.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/