ἁπαλούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπαλούδι τό, Χίος ἁπαλούδ’ Μακεδ. (Κόνιτσ.) ’παλούδι Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1) Ἁπαλὸς Β1, ὃ ἰδ., Χίος. 2) ᾿Εν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ, ἔλαιον Μακεδ. (Κόνιτσ.): Φρ. Ἁπαλούδ’ ἀποὺ μαυρουμμάτις (ἀπὸ ἐλαίας). 3) ᾿Εν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ, βούτυρον Μακεδ. (Κόνιτσ.) Φρ.: Ἁπαλούδ’ ἀποὺ ζουρκλίδιˬα (ἀπὸ αἶγας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/