βασιλεμένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλεμένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βασιλεμένα ἐπιρρ. Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ βασιλεμένος μετοχ. τοῦ ρ. βασιλεύω.
Σημασιολογία
Μὲ ὀφθαλμοὺς νυσταλέους: Βασιλεμένα ἐντρανεῖ (κοιτάζει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA