βασιλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βασιλεύω (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.Ὄφ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.) βασιλεύου Λέσβ κ.ἀ. βαιλεύου Ἤπ. κ.ἀ. βασ'λεύου βόρ. ἰδιώμ. βα᾿λεύου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βασιλεύγω Ἰων. (Κρήν.) Κρἠτ. Μεγίστ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Κινίδ.) Νίσυρ Πάρ. Σέριφ. Σίφν. Σύμ κ.ἀ. βασιλεύγου Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Κρήτ. Τῆν. κ.ἀ. βασιλεύκω Κύπρ. βασιλέγγου Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βασιλεύω. Τὸ βασιλεύγω καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι βασιλεὺς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Ζῇ καὶ βασιλεύει (ἡ φρ. ἀποτελοῦσα συνήθως ἀπάντησιν εἰς τὴν ἐρώτησιν: τί κάνει ὁ δεῖνα; λέγεται μετά τινος ἀστειότητος ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον περὶ ἀνθρώπου εὐδαιμονοῦντος, εἶναι δὲ ἡ αὐτὴ φράσις τὴν ὁποίαν κατὰ τὴν δημώδη μυθολογίαν οἱ ναυτιλλόμενοι λέγουν εἰς τὴν Γοργόναν, ὅταν αὕτη τοὺς ἐρωτᾷ: ζῇ ὁ βασιλεὰς Ἀλέξαντρος;) κοιν. Τὸ μυˬαλὸ βασιλεύει (ἐπὶ ἀνθρώπου φρονίμως καὶ συνετῶς ἐνεργοῦντος) Πάρ. κ.ἀ. Ἡ δ’λειὰ βασίλιψι (ὁ ἐργαζόμενος είναι ἐλεύθερος καὶ εὐτυχὴς οὐδενὸς ἀνθρώπου ἔχων ἀνάγκην) Ἤπ. || Παροιμ. ‘Σ τοὺς στραβοὺς βασιλεύει ὁ μονόφθαλμος (ἀρχ. «ἐν τυφλῶν πόλει γλαμυρὸς βασιλεύει) Πελοπν. (Τριφυλ.) || ᾎσμ. Ὅdο σὲ βλέπω κ’ ἔρχεσαι, θαρῶ πῶς βασιλεύγω, κιˬ ὁdὸ μισσεύγῃς, μάθιˬα μου, μὲ τὰ θεριˬὰ παλεύγω Κρήτ. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ βασιλέα Ἰων. (Σμύρν.): ᾎσμ. ...Βάγιˬα, βασίλευέ το κ’ ἐσύ, κυρά μου Παναγιˬά, σῶσε καὶ φύλαξέ το (βαυκάλ.) Μεγίστ. β) Ἀνακηρύσσομαι, γίνομαι βασιλεὺς Νίσυρ.: Γνωμ. Ποτὲ ὀρφανὸ δὲ χαίρεται κιˬ ἂν βασιλέψῃ ἀκόμα. γ) Μετβ. κυβερνῶ, διοικῶ τι Σίφν.: Φρ. Ἡ ὑπομονὴ τὰ βασιλεύγει ὅλα (διὰ τῆς ὑπομονῆς τὰ πάντα διευθετοῦνται). 2) Ἐπικρατῶ, κυριαρχῶ κοιν.: Ἐδῶ βασιλεύει ἡ ἀλήθε͜ια, ἐκεῖ ἡ ψευτιˬὰ κ’ ἡ ἀτιμία κοιν. Θέλει νὰ βασιλέψῃ ὁ λόγος του Θρᾴκ. Βασίλεψε ὁ καιρὸς αὐτὸς Εὔβ. Βασίλεψε ὁ βορεὰς-ὁ νοτιὰς Θρᾴκ. || Ποίημ. Τὸ πουλλὶ ποῦ βασιλεύει | ’πάνου ᾿ς τ’ ἄλλα τὰ πουλλιˬὰ ΔΣολωμ. 55. β) Φέρομαι δυναστικῶς, τυραννικῶς Δαρδαν. 3)Εὐτυχῶ, εὐδαιμονῶ Θρᾷκ. (Μέτρ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Φρ. ᾿Εβασίλεψεν καἰ στέκει (εὐδαιμονεῖ) Οἰν. ᾿Εβασίλεψα (μὲ νομίζουν πλούσιον) Κερασ. 4) Ἀναδεικνύομαι Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Παροιμ. Ὑπερ’φανεμένα χωρία βασιλεύ’νε (πολλάκις οἱ περιφρονημένοι ἀναδεικνύονται. ὑπερ’φανῶ=ὑπερηφανῶ=περιφρονῶ) Χαλδ. 5) Μεσουρανῶ Πόντ. (Οἰν.): Ὁ ἥλιˬον ἐβασίλεψεν. β) Ἔχω ἀνυψωθῆ εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ χαρταετοῦ Κρήτ.: Βασιλεύει ὁ ἀετός. Καὶ μετβ’ ἀνυψῶ εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτόθ. : Ἔλα νὰ βασιλέψωμε τσ’ άετούς μας. γ) Ρίπτω εἰς τὸν οὐρανὸν ὅσον τὸ δυνατὸν καθέτως Εὔβ. (Κονίστρ.): Αὐτὸς τὴ βασιλεύει τὴν πέτρα του. 6) Δύω (περὶ τῆς σημ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 <1916> Λεξικογρ. Ἀρχ. 17 κἑξ. καὶ. ΜΚριαρ. ἐν Ἀθηνᾷ 47 <1937> 79 κἑξ. καὶ Revue balkan. 3 <1938> 462 κἑξ.) κοιν.: Βασίλεψε ὁ ἥλιˬος-τὸ φεγγάρι κττ. κοιν. Βασιλεύοντος ὁ ἥλιˬος (κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου) Πάρ. κ.ἀ. || Φρ. Βασίλιψι οὑ ἥλιˬους του (ἐγήρασε) Β.Εὔβ. Βασίλεψαν τὰ μάτιˬα του (ἔχασαν τὴν ζωηρότητά των ἕνεκα νόσου ἢ ὑπνηλίας, νύστας) κοιν. Μάτιˬα βασιλεμένα κοιν. || Παροιμ. Τ’ ἀδέρφια ὅταν σμίγουνε, ὁ ἥλιος ἀνατέλλει, κι ὅταν ἀποχωρίζουνε, πάει καὶ βασιλεύει (ἡ συνάντησις τῶν ἀδελφῶν γεννᾷ χαράν, ἐνῷ ὁ ἀποχωρισμὸς λύπην) Αἴγιν. || ᾌσμ. Τὸ ἄστρο σου μὲ τ’ ἄστρο μου μαζὶ ἐβασιλέψα, ἐμάθα dο πῶς σ’ ἀγαπῶ κιˬ οὕλοι μᾶς ἐζηλέψα Κρήτ. Βασίλιψι κὶ σήμερα, πῆγι κὶ τούτ’ ἡ μέρα Μακεδ. (Σισάν.) || Ποίημ. ...Τὸ μάτι ἀνταριασμένο τοῦ σκοτωμένου τρεῖς φορὲς ἀνεβοκατεβαίνει καὶ βασιλεύει σκοτεινὸ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,172. Συνών. ἀποβασιλεύω, ἀποδιαβαίνω,βασιλε͜ιάζ-ζω, βουτῶ, δύω, καθίζω, ἀντίθ. ἀνατέλλω, βαρῶ Β4. 7) Διατηρῶ τινα κἄπου μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου Θρᾴκ.: Πῆγε τὸ παιδί της νὰ τὸ βασιλέψῃ ’ς τὸν ἅι-Γιˬάννη (τὸ πῆγε εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου νὰ μείνῃ ἐκεῖ μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου πρὸς θεραπείαν). β) Μέσ. βαιλεύουμι, μένω ἔξω τῆς οἰκίας μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου Ἤπ. 8) Γίνομαι ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι Κρήτ. Πελοπν. (Τρίκκ.) κ.ἀ.: Βασιλεύει τὸ νερὸ (διεισδύει εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ καταπίνει ἡ γῆ) Κρήτ. Ὁ λαγὸς ἐβασίλεψε αὐτόθ. 9) Μεταφ. γίνομαι κάτισχνος, ἐξαντλοῦμαι σωματικῶς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βασίλιψι ἀπ’ τ’ν ἀρρώστιˬα οὑ δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA