ἀσπρομύτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρομύτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρομύτης ἐπίθ. πολλαχ. ἀσπρουμύτ᾽ς Ἤπ. (Ἰωάνν.) κ.ἀ. ἀσπρομύτ-της Συμ ἀσπρομούτ-της Ρόδ. ἀσπρόμυτος ἐνιαχ. ἀσπρόμ᾽τους Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. μύτι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων λευκὴν τὴν ρῖνα ἢ τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ προσώπου, λευκόρρινος, συνήθως ἐπὶ ζῴων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσπρόμ᾽του πρόβατον Λέσβ. Ἀσπρομούτ-τα ἀιλα͜ιὰ (ἀγελάς) Ρόδ. Ἀσπρομούτ-τικον ἄλοο αὐτόθ. 2) Ὁ ἔχων τὴν ἄκραν λευκὴν ἐνιαχ.: Ἀσπρομύτης βασιλικὸς (ποικιλία τοῦ φυτοῦ) Ἴων. (Κρήν.) Ἀσπρομύτικα ραπανάκιˬα ἐνιαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. 3) Οὐσ., ἔντομον θερινόν, εἶδος οἴστρου Ἤπ. (Ἰωάνν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA