γκέο-βαγκέο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκέο-βαγκέο
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
γκέο-βαγκέο τό, σύνηθ. γκέο-βαγκέλο Εὔβ. (Ἄκρ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) gέο-βαgέλο Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη τῆς παιδικῆς γλώσσης.
Σημασιολογία
Παιδιά, κατὰ τὴν ὁπ. μία κορασίς, ἡ «μάννα», στέκεται ἀντιμέτωπος πρὸς ἄλλας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τοποθετηθῆ εἰς εὐθεῖαν γραμμὴν, καὶ μὲ πλεγμένας τὰς χεῖρας βαδίζει ρυθμικῶς πρὸς αὐτὰς καὶ ἐπανέρχεται ὀπισθοχωροῦσα εἰς τὴν θέσιν της ἐνῷ συγχρόνως τραγουδεῖ: Ἕνα λεπτὸ (ἤ λεφτὸ) κρεμμύδι, γκέο-βαγκέο, ἕνα λεπτὸ κρεμμύδι, φράνξε (ἢ φράγκισε ἤ φράντσι) βαγκέο (ἤ βαέτα) Ἡ σκηνὴ ἐπαναλαμβάνεται ὑπὸ τῶν λοιπῶν συμπαικτριῶν καὶ ἀκολουθεῖ τραγουδιστὸς διάλογος, κατὰ τὸν ὁποῖον ἡ ἑκάστοτε «μάννα» προτείνει εἰς μίαν τῶν συμπαικτριῶν γαμβροὺς πρὸς ἐκλογὴν, τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἀπορρίπτει μέχρις ὅτου εὕρῃ ἕνα τῆς ἀρεσκείας της. -Παντρεύω τὴν ’Αννούλα, γκέο-βαγκέο παντρεύω τὴν ᾽Αννούλα, φράνξε-βαγκέο -Καὶ ποίονε τῆς δίνετε, γκέο-βαγκέο; -Τῆς δίνουμε ἕνα ναύτη (ἤ ράφτη), ποὺ ὅλο μυῖγες χάφτει κλπ. Ἡ σκηνὴ ἐπαναλαμβάνεται μέχρις ἀποκαταστάσεως ὅλων τῶν συμπαικτριῶν σύνηθ. Συνών. ἕνα λεπτὸ (ἤ λεφτὸ) κρεμμύδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA