ἀπάλωνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάλωνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπάλωνο τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Οἰν.) –ΠΓεννάδ. 889 –Λεξ. Βλαστ. 298 Πρω. Δημητρ. ἀπόλωνο Κάρπ. ᾿πόλωνο Κῶς.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἁλώνι.
Σημασιολογία
Μόνον κατὰ πληθ. 1) Τὰ χονδρὰ ἄχυρα καὶ καθόλου τὰ ὑπολειπόμενα εἰς τὸ ἁλώνιον μετὰ τὸ ἁλώνισμα καὶ τὸν καθαρισμὸν τῶν σιτηρῶν Κῶς Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Οἰν.) –ΠΓεννάδ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Βλαστ. 298 Πρω. Δημητρ.: Πᾶρ’τα τὰ ᾿πόλωνα νὰ τὰ δώκῃς τοῦ ζουδιˬοῦ σου Κῶς. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπαλωνει͜ὰ 2. β) Τὰ ὑπολείμματα τῶν σωρῶν σταφίδος, ἤτοι σταφίδες ἀνάμεικτοι μετὰ χώματος, τεμαχίων μίσχων τῶν σταφίδων κλπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ.): Μάζω τ᾿ ἀπάλωνα. 2) Συμπόσιον διδόμενον μετὰ τὸν ἁλωνισμὸν Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA