γκερεμέζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκερεμέζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκερεμέζι τό, Ἤπ. (Πάργ.) Πελοπν. (Μαζαίικ. Σιβ. Σουδεν.) γκεριμέζι Πελοπν. (Βαλτέτσ.) γκιριμέ’ Ἤπ. (Παραμυθ.) ντζερεμέζι Πελοπν. (Κόρινθ.) ντερεμέζι Εὔβ. (Ἄκρ.) τερεμέζι Πελοπν. (Φεν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Κουτσοβλαχ. ǵirimé=εἶδος τυριοῦ β’ ποιότητος.
Σημασιολογία
1) Γάλα, τὸ ὁποῖον ἀλατιζόμενον καὶ βραζόμενον διατηρεῖται ἐντὸς ἀσκοῦ, ὅπου συμπυκνώνεται ὀλίγον καὶ τρώγεται κατόπιν ὡς τυρὸς ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἅρμη 4, ἁρμόγαλα, ἁρμούζι, γαλοτύρι 1, σταλποτύρι. 2) ᾿Οξύγαλα πηγμένον Ἤπ. (Πάργ.) Συνών. γιˬαούρτι, μαρκάτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA