ἀσπροξάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροξάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπροξάκι τό, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀγριμόνιον τὸ Εὐπατόριον (agrimonia Eypatoria) τῆς τάξεως τῶν ροδανθῶν (rosaceae), τὸ Εὐπατόριον τοῦ Διοσκορ. (4,41). Συνών. ἀγριμόνιˬα (ἔνθα ἐσφαλμένως ἐτυπώθη ἀσπροζάκι), φονόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/