ἀπαναθρέφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαναθρέφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαναθρέφω ἀμάρτ. ἀπανεθρέβγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπανερθέβγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀναθρέφω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν ἀνατροφήν, ἤτοι παύω νὰ παρέχω τὰ μέσα τῆς ἀνατροφῆς εἰς τέκνα καταστάντα ἐνήλικα: Ὅ,τι ν’ ἀπανερθέψῃ κἀνεὶς τὰ παιδιˬά dου τὰ ὑστερνά, εἶν᾿ ὥρα νὰ πιˬάσῃ ν’ ἀνερθέβγῃ τὰ ’gονάκιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA