ἀσπροπάλατο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροπάλατο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπροπάλατο ἐπίθ. οὐδ. ἀμάρτ. ἀσπροπέλατο Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. παλάτι, παρ᾽ ὃ καὶ πελάτι.
Σημασιολογία
Τὸ λευκὸν ὡς ἀνάκτορον: ᾎσμ. Ἄστραψ᾽ ὁ Θεˬὸς καὶ βρόντησε | κι ἀστροπελέκι ἔρριξε ᾽ς τὰ σπίιτα τἀ προσηλιˬακά | ᾽ς τὰ σπίιτα τ᾽ ἀσπροπέλατα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA