γουργουροφραγμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουροφραγμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουργουροφραγμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ᾽ουργουροφραμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. γουργουροφράζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων φραγμένον, κλειστὸν τὸν λάρυγγα ἕνεκα οἰδήματος τῶν ἀμυγδαλῶν καὶ ἑπομένως ὁ αἰσθανόμενος άγχος, ἐπὶ ἀρᾶς: Οἱ διˬάολοι νὰ κάτσουνε μεσ᾽ ᾽ς τὰ ᾽ουργουρίκιˬα dοῦ λαιμοῦ σου, ᾽ουργουροφραμένο, ᾽ιˬὰ δὲ bορῶ πιˬὰ νὰ σ᾽ ἀκούω. Μωρὴ, ᾽ουργουροφραμένη, σώπα πιˬά!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA