γούρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γούρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γούρικος ἐπίθ. σύνηθ. γούρ᾽κους Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν.) κ.ἀ. βορ. ἰδιωμ. ᾽ούρικος Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) γουρικὸς Πελοπν. (Κίτ. Κότρων. Μαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Εὐοίωνος Στερελλ. (Γραν.) 2) Ὁ προικισμένος μὲ ἱκανότητα ἀγαθοποιόν, ὁ προσπορίζων εὐτυχίαν εἴς τινα πολλαχ. Παίρνουμε τὰ λαχεῖα ἀπὸ ᾽κεῖνο τὸ πρακτορεῖο ποὺ λένε πὼς εἶναι γούρικο Ἀθῆν. Αὐτὸ τὸ σφαχτὸ εἶναι γούρικο ᾽ς τὴ στάνη Πελοπν. (Μαντίν.) Τὸ ποδαρικό dου ᾽ναι ᾽ούρικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εὐτὸ τὸ κοπέλι εἶναι γούρικο, φέρνει γούρι ὅπου πατήσῃ Νάξ. (Φιλότ.) Θέλου νὰ ψουνίσ᾽ πρώτους ᾽ς τοὺ μαγαζί μ᾽, ἔ᾽ χέρ᾽ γούρ᾽κου Στερελλ. (Αἰτωλ) Ἔναι γουρικὸ τὸ μαγαζὶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔναι γουρικὸς ὁ πορτομανὲς (= τὸ πορτοφόλι τῶν χρημάτων) Πελοπν. (Κοτρων.) Γούρ᾽ ᾽νὰ ᾽ν᾽ ἡ δ᾽λειˬά μας (εὐχῆ) Στερελλ. (Αἰτωλ) Συνών. γουρλήδικος, γουρλῆς, καλότυχος, τυχερός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/