γκετσίντιση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκετσίντιση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκετσίντιση ἡ, ἐνιαχ. κετσίντιση Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γκετσιντίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κετσιντοῦ.

Σημασιολογία

Ὁ πορισμὸς τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/