γουρνάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρνάλι τό, Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρνα καὶ τῆς παραγ. κατάλ. -άλι.
Σημασιολογία
Μικρὸς λάκκος μὲ στάσιμον ὕδωρ ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ γουρνάλι ἔγ-γιˬομᾶτο ἀσ-σὶ νερὸ Καλαβρ. (Γαλλικ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γουρνάκι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA