ἀπανέβαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανέβαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπανέβαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπινέβαστους Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπανεβαστὸς<ἀπανεβάζω τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ- προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Μωρὸς, ἄφρων. 2) Ἀηδής, ἄχαρις: Δὲν εἶδα σὰν αὐτὸν τοὺν ἄνθρουπου, ἄλλουν ἀπινέβαστου. Συνών. ἄβρωτος 3, ἄγαρbος 2, ἀνάλατος Α1β, ἄναλος 2, ἄνοστος 1β, ἀπανέβατος, γλυκανάλατος, κρύος, σαχλός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA