γουρνέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρνέλα ἡ, Ἄθ. Λέρ. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ούσ. γούρνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έλα.
Σημασιολογία
1) Σκαφίδιον ὁριζοντίως ἐξηρτημένον ἀπὸ τὴν κοφινίδα τοῦ μύλου, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκ ταύτης πίπτει ὁ σῖτος καὶ εἶτα διὰ τῆς εἰς αὐτὴν εὑρισκομένης ὀπῆς καὶ διὰ τρομώδους κινήσεως ρίπτεται οὗτος εἰς τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἄνω λίθου τοῦ μύλου πρὸς ἄλεσιν Ἄθ. 2) Ὀχετὸς διὰ τοῦ ὁποίου τὸ ἄλευρον ἐξερχόμενον ἀπὸ τὴν μυλόπετραν πίπτει εἰς τὴν ἀλευροδόχον Ἄθ. 3) Ὑδρορρόη Λέρ. Λέσβ. Συνών. ρινοῦχος, σούγελο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA