ἀπάνεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπάνεμα ἐπίρρ. Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ. Χαλκ.) Σῦρ Σίφν. Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπάνεμος.
Σημασιολογία
Εἰς ὑπήνεμον μέρος ἔνθ’ ἀν.: Σήμερα εἶναι πολὺς ἀέρας, λοιπὸν πρέπει νὰ πάς ν᾿ ἀράξῃς ἀπάνεμα Σῦρ. Ἔλα νὰ κάτσωμε ἐπὰ ποῦ ᾽ναι ἀπάνεμα Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA