ἀπανεμιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεμιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπανεμιˬὰ ἡ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Ἤπ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Γαλανᾶδ. Δαμαρ. Κινίδ. Τρίποδ. Χαλκ.) Παξ. Πάρ. Σίφν. Σκῦρ. Τῆν. Χίος –ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 87 ΜΤσιριμώκ. Δεκάστ. 14 –Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. ΜἘγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπανιμιˬὰ Ἤπ. κ.ἀ. ἀπανομιˬὰ Δαρδαν. Θρᾴκ. (Καλαμ. Λούπιδ. Μυριόφ. Στέρν.) ἀπανουμιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ. ἀπονεμιˬὰ Πελοπν. (Μεσσ.) ἀπαναμιˬὰ Ἤπ. (Δρόβιαν.) ἀπαλεμιˬὰ Πάρ. (Λεῦκ.) ’πανεμιˬὰ Ἤπ. (Χουλιαρ.) Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. ’παλεμιˬὰ Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπανεμία. Διὰ τὸν τύπ. ἀπανομιˬὰ ἰδ. ἄνομος παρὰ τὸ ἄνεμος. Ὁ τύπ. ἀπαναμιˬὰ κατ’ ἐξακολουθητικὴν ἀφομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἔλλειψις ἀνέμου, νηνεμία Μύκ. Τῆν. Χίος –ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Περίδ. Αἰν. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ.: Ἀπανεμιˬὰ ἔχομε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ξανεμίσωμεν Χίος || Ποιήμ. Τὴν κοιμισμένη ἀκρογιˬαλιˬά, ǀ ὁ ἄνεμος, εἶπες, ἄς τὴν ταράζῃ, μέσα μου εἶν’ ἄγγιχτη ἀπανεμιˬὰ | καὶ δὲν τρομάζει ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Κ’ εἶπες νὰ κάνουμε παννιˬά, | νὰ πάμε ’ς τ’ ὄμορφο νησί, μὰ πέσαμε ᾽ς ἀπανεμιˬὰ ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. 2) Μέρος μὴ προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ὑπήνεμον ΑΡουμελ. (Φιλιππούπ) Δαρδαν. Ἤπ. (Δρόβιαν. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Γαλανᾶδ. Δαμαρ. Κινίδ. Τρίποδ. Χαλκ.) Παξ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σίφν. Σκῦρ. –Λεξ. Αἰν. Βυζ. Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. 363 Πρω. Δημητρ.: Ὅλα μου τὰ πράματα ᾽ναι ’ς ἀπανεμιˬὲς Ἀπύρανθ. Ηὗρ’ ἀπανεμιˬὰ νὰ καθίσω Σίφν. Κάτσε ’ς τ᾿ν ἀπανεμιˬὰ νὰ μὴ σὲ φ᾿σαρίζῃ ὁ ἀγέρας Σκῦρ. Συνών. ἀπάγκει͜ασμα 1, ἀπάγκει͜ος 2, ἀπανεμίδα (ΙΙ), ἀπανεμίδι (ΙΙ) 1, ἀπάνεμος 2. β) Μέρος μὴ προσβαλλόμενον ὑπὸ τῆς βροχῆς Ἴμβρ.: Ἰμεῖς ηὕραμ’ ἀπανουμιˬὰ κὶ δὲ ’γραθήκαμ’. 3) Ὁ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου προφυλάττων, οἷον τοῖχος, κλάδοι δένδρων κττ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Δαμαρ.): Κάνει ἀπανεμιˬὰ γιˬὰ νὰ πυρώνῃ τ’ ἁλώνι (κατασκευάζει τι προστατευτικὸν τοῦ ἁλωνίου κατὰ τοῦ ἀνέμου) Δαμαρ. Β) Μεταφ. 1) Ἄσυλον, καταφύγιον Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Παξ. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) –Κορ. ἔνθ. ἀν.: Δὲν ἔχου ἀπανουμιˬὰ Ἀδριανούπ. || Παροιμ. φρ. Ὅπου σ᾽ ἔχει ἀπανεμιˬὰ κρυάδα δὲ φοβᾶται (εἰρωνικῶς πρὸς ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ἡ συνδρομὴ δὲν ὠφελεῖ) Πάρ. Συνών. ἀπανέμισμα. 2) Περίθαλψις, περιποίησις Θρᾷκ. (Στέρν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μεγάλη ᾽ναι, μὰ θὰ τὴ bάρω ᾿ιˬὰ ’πανεμιˬὰ (ἐνν. θὰ τήν πάρω ὡς γυναῖκα) Ἀπύρανθ. Ὅπο͜ιος ἔρθῃ κ᾽ ἐπά, ἔρχεται ᾽ιˬὰ ’πανεμιˬὰ αὐτόθ. 3) Φιλοξενία Θρᾴκ. (Καλαμ. Λούπιδ. Μυριόφ): Ὅταν πάγω ’ς τὸ σπίτι τ᾿ ἀπανομιˬὰ δὲν ἔχω. 4) Ἡσυχία Θρᾴκ. (Καλαμ. Στέρν.): Δὲν ἔχω ἀπανομιˬὰ ἀπάνω μ᾽. 5) ’Εχέγγυον Θρᾴκ. (Στέρν.): Θέλω νὰ ἔχω μιˬὰν ἀπανομιˬά. 6) Ἐπανωφόριον Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δὲν ἔχεις τίοτ’ ἀπανεμιˬὰ νὰ βάλῃς, μόνον θά ’βγῃς ἀπὸ ᾿ιλεκοῦ ὄξω; (ἀπὸ ᾿ιλεκοῦ=μόνον μὲ τὸ γιλέκο). Συνών. ἀπανεμίδι (ΙΙ) 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/