ἀσπροπρασεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροπρασεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπροπρασεˬὰ ἡ, Κεφαλλ. -Λεξ. Βλαστ. 461 ἀσπρσπρασία Ἰθάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. πράσιον.
Σημασιολογία
Τὸ πικρὸν βότανον τῶν ἀγρῶν πράσιον τὸ κοινὸν (marubium vulgare) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labitae). τὸ ἀρχ. πράσιον, λευκάζον τὸ χρῶμα. Συνών. ἀγριοφλουτουρεˬά, καλάνθρωπος, μαρμαράκι. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA