ἀπανεμίδα (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεμίδα (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπανεμίδα ἡ, (Ι) Κεφαλλ. Μύκ. –Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀπαμενίδα Λεξ. Δημητρ. ἀπανομίδα Ἄνδρ. Τῆν. Ἰων. (Καράμπ. Σμύρν.) ’πανομίδα Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀνεμίδα (Ι).

Σημασιολογία

Τὰ κατὰ τὴν λίκμησιν ἢ τὸ κοσκίνισμα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου παρασυρόμενα, οἷον κούφη σταφίς, κατώτερος σῖτος, ζιζάνια κττ. Συνών. ἀνεμίδα (Ι) 4, ἀνεμίδι (ΙΙ) 1, ἀπανεμίδι (Ι) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/