βασιλιˬόγερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλιˬόγερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βασιλιˬόγερμα τό, βασιλιˬόδερμα Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρσεως τῶν οὐσ. βασίλεμα καὶ ἡλιˬόγερμα.

Σημασιολογία

Ἡ δύσις τοῦ ἡλίου: ᾎσμ. Πριχοῦ τὸ βασιλιˬόδερμα στρῶνε της νὰ κοιμᾶται. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βασίλεμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/