γκιλλοτίνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιλλοτίνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκιλλοτίνα ἡ, πολλαχ. γκιλλιˬοτίνα Λεξ. Δημητ. γκιλλοτίνα Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. guillotine=λαιμητόμος.

Σημασιολογία

Λαιμητόμος, ἰκρίωμα ἔνθ’ ἀν.: Παλιˬὰ τοὺς κατάδικους τοὺς ἔτρωγε ἡ γκιλλοτίνα, τώρα ὅμως καταργήθηκε πολλαχ. Συνών. καρμανιˬόλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/