γκινόσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκινόσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκινόσος ὁ, Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. (Πάργ) -Λεξ. Μ. ᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. gινόσος Κύθηρ. γκινόσους Μακεδ. (Βλάστ. Ζουπάν. Χαλκιδ.) Προπ. (Πέραμ.) γκινόσο τό, Πελοπν. (Βούρβουρ.) -Λεξ. Μ. ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. Θεσσ. γκιν-νόσο Νίσυρ. gινότσο Ἄνδρ. κινόσο Λεξ. Βλαστ. 323 γκινοῦσο Ἤπ. (Θεσπρωτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. ginoccio=ξύλινον ἤ μεταλλικὸν ἀρθρωτὸν ἐργαλεῖον. Πβ. ginocchietto=ξυλουργικὸν ἐργαλεῖον.
Σημασιολογία
1) Γκινίσι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Φέρε μου τὸ γκινόσο, νὰ φτε͜ιάξω πατοῦρες Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἡ γκινόσους εἶν᾽ ρουκά’ γιˬὰ πατοῦρις Προπ. (Πέραμ.) 2) Ξυλουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς καμπύλωσιν τῶν γωνιῶν σανίδος Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA