γκιντὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιντὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
γκιντὶ ἐπιφών. Ἤπ. (Κόνιτσ. Κουκούλ.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ. (Βλάστ.) -Μακρυγ. ’Απομν. 2, 277 gιdὶ Ἤπ. (’Ιωάνν.) κιντὶ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κιdὶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κυδων. Λῆμν. τσιντὶ Σκῦρ. κιτὶ Σύμ. γιντὶ Πελοπν. (Ἦλ. Τριφυλ.) γιdὶ Μέγαρ. γκίτε Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gidi.
Σημασιολογία
᾽Επιφώνημα ἐπιτιμητικὸν ἔνθ’ ἀν.: Ἄχ ! γκιντὶ ’ουρσούσ᾽κου τί μὄκανις ! Ἤπ. (Κουκούλ.) Γιˬατί βάρισις τοὺ πιδὶ διˬάουλι gιdὶ Ἤπ. (’Ιωάνν.) Γκιντὶ γιˬουφτόπλασμα τ᾽ διαόλ’ Μακεδ. (Βλαστ.) Κιντὶ λέρα, παλιˬόπιδου, πῆις ’ς τοὺν κῆπου κὶ μὄφαϊς τὰ μῆλα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κιντὶ ζαγάριˬα, σὰ σᾶς σ’λλάβου, θὰ ἰδῆτ’ ἀποὺ τὶ μαλλὶ κρατει͜ε’τ’ ἡ σκούφιˬα μ’ αὐτόθ. Κιντί, μασκαρᾶ ἀχόρταγ’ ! αὐτόθ. Ἄι ’ς τοὺν ἀγύρ’στου, κιντὶ κάθαρμα τ᾿ κιρατᾶ! Εὔβ.(Ἄκρ.) Τσακίσ’ἀπουδῶ, κιντὶ βρῶμα τ’ κιρατᾶ ! Εὔβ. (Ψαχν.) Κιdί, παλιˬάθρουπι, κιdί-κιdί ! Κυδων. Κιdί, κουψουθιρ’σμένι ! Λῆμν. Τσιντί, χαμέ’, π᾿ θέλ’ς νὰ μᾶς κοροϊδέψῃς Σκῦρ. Γκίτε, καλόγερε, γκίτε, κλέφτη ! Ἤπ. Γκιντί, γουρνομύτη, μὲ τὰ παιδιˬὰ παίζεις; Μακρυγ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA