ἀπάνεμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνεμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάνεμος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπάνουμους Θρᾴκ. (Αἶν.) ’πάνεμος Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. ᾽bάνεμος Ἰθάκ. ἀπάνεμο τό, Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ὑπήνεμος. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. Einleit. 100.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ὑπήνεμος ἔνθ’ ἀν.: Τόπος ἀπάνεμος. Μέρος–σπίτι ἀπάνεμο σύνηθ. ᾽Σ᾽ ἕναν ἀπάνεμο μέρος νὰ κάτσῃς νὰ τζιbήσουνε μιˬὰ στιμῆς τὰ ζὰ κιˬ ἀπέκε͜ιο νὰ τὰ πάρῃς νά ’ρθῃς Ἀπύρανθ. Στήσαμε τὴ σκηνὴ ’ς ἀπάνεμο μέρος Λεξ. Δημητρ. Ὁ ἄνεμος σώριˬαζε τὸ χιˬόνι ᾿ς τῶ σπιτιˬῶ κάτω τοὶς ἀπάνεμες γωνιˬὲς ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 85. Εἶδε ξαφνικὰ μιˬὰ φωτιˬὰ σὲ μιˬὰ μερεˬὰ ἀπάνεμη ΔΒουτυρ. ’Επανάστ. ζῴων 242. Ἦταν ἀπομεσήμερο καὶ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἀπάνεμο ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.2 68. || Ποίημ. Σοῦ μένει ἀκόμα τὸ φτωχό, τ᾽ ἀπάνεμο ἀκρογιˬάλι ποῦ σὰ βραδυˬάζει μέσα του πέφτουν τὰ βράχιˬα, οἱ μῶλοι ΛΠορφύρ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 370. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπάγκε͜ιος 1. 2) Τὸ ἀρσ. καὶ οὐδ. ὡς οὐσ., τόπος μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου Θήρ. Ἰθάκ. Κρήτ. Τῆν. Τσακων. –Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Εκεῖ ’ς τ᾿ ἀπάνεμο θὰ βρῇς μαντρισμένα τὰ πρόβατα Θήρ. Τῆν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ρόδ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπανεμιˬὰ Α2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA