βασιλοκόρη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλοκόρη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βασιλοκόρη ἡ, Χίος κ.ἀ. βασιλοκόρ’ Θρᾴκ. βασιλουκόρ’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ κόρη.
Σημασιολογία
Κόρη βασιλέως ἕνθ’ ἀν.: Οἱ γονεῖς της τὴν ἔθρεφαν καὶ ὡς βασιλοκόρη ποῦ ἦτον καὶ ὡς μονοκόρη καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη (ἐκ παραμυθ.) Χίος || ᾎσμ. Βασιλοκό’ρ’ τ’ ἁλώνιζε μὲ τὴ χρυσῆ δουκάνα Θρᾴκ. Συνών. βασιλοκόριτσο, βασιλοπούλλα, βασιλοπούλλισσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA