γουρουδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουρουδιˬάζω ἐνιαχ. γουρουδζω Πόντ. (Ἰμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.) γουρουδῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούδιν.
Σημασιολογία
Παρουσιάζω οἴδημα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἢ ἀλλαχοῦ τοῦ σώματός μου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐντῶκα τὸ κιφά᾽-ι-μ ᾽ς σὸ τουβάρ᾽ καὶ ἐγουρουδσεν (ἐκτύπησα τὸ κεφάλι μου εἰς τὸν τοῖχον καὶ παρουσίασεν αὐτὸ οἰδήματα) Πόντ. (Τραπ.) Ἐγουρουδίασεν τὸ κιφάλι μ᾽ (ἐγέμισεν ὄγκους τὸ κεφάλι μου) Ἴμερ. Ἀς σὸ ντώσιμον ἐγουρουδίασεν τ᾽ ἀπάν᾽-ι-μ᾽ (ἀπὸ τὸ κτύπημα ἐγέμισεν ὄγκους τὸ σῶμα μου) Πόντ. (Σταυρ.) Καὶ μεταβ., προξενῶ εἴς τινα οἰδήματα Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ.): Ἐντῶκεν καὶ ἐγουρουδίασε τῆ χώρας τὸ κιφάλ᾽ (ἐκτύπησε καὶ ἔκαμε οἴδημα εἰς τοῦ ξένου ἀνθρώπου τὸ κεφάλι) Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA