ἀπανθρωπιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανθρωπιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπανθρωπιˬὰ ἡ, ἀπανθρωπία λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπανθρωπίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀπανθρωπιˬὰ λόγ. κοιν. ἀπαθρωπιˬὰ Ἤπ. Κρήτ. ἀπαθρωπία Πόντ. (Χαλδ.) ἀπαρθωπία Πόντ. (Ἀμισ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπαρθωπίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀπαρθεπίγιˬα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπανθρωπία.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις ἀγαθῶν ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων, βαναυσότης, σκληρότης ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχει μεγάλη ἀπανθρωπιˬὰ κοιν. Θαμάζομαι τὴν ἀπαθρωπιˬά του Κρήτ. Ἀτὸ τ᾿ ἐποίκες τρανὸν ἀπανθρωπίαν ἔν᾽ (αὐτὸ ποῦ ἔκαμες κτλ.) Χαλδ. Μὲ τ’ ἀτὸ τ᾿ ἐποίκεν ἔδειξεν τὴν ἀπαρθωπίαν ἀτ’ αὐτόθ. ‖ ᾎσμ. Μωρ’ ἄνθρωπε διπρόσωπε, μὲ τὴν ἀπανθρωπιˬά σου, ἀλλὰ μιλάει τ᾿ ἀχείλη σου κιˬ ἄλλα ’χεις ’ς τὴν καρδιˬά σου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA