ἀπάνθρωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάνθρωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπάνθρωπος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἀπάνθρωπο Τσακων. ἀπάθρωπος Ἴος Νίσυρ. Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Σύμ. ἀπάθρουπους Λέσβ. Σκόπ. ἀπάθ-θρωπος Κάρπ. ἀπάρθωπος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.) ἀπάρθεπος Πόντ. (Κερασ.) ’πάθ-θρωπος Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπάνθρωπος.

Σημασιολογία

1) Ἄσπλαγχνος, σκληρὸς λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄπάνθρωπος κακοῦργος-φονεˬάς. Ἀπάνθρωπη διαγωγὴ-δουλε͜ιά. Ἄφησέ τον αὐτόν, εἶναι ἕνας ἀπάνθρωπος κοιν. Ἀπάρθωπον, ἀέτσ’ χτυποῦν ἀτόσον παιδίν; (ἔτσι κτυποῦν ἕνα τόσον μικρὸ παιδί;) Κερασ. 2) Ἀγροῖκος, ἄξεστος, χυδαῖος Ἴος Λέσβ. Νίσυρ. Πόντ. (Χαλδ.) Σύμ. Τῆλ. –Λεξ. Πόππλετ.: Καλημερίαν ἐδῶκ’ ἀτον καὶ τὴν καλημερία μ’ ἀπάθρωπον ᾿κ’ ἐπέρεν (τοῦ εἶπον καλημέρα καὶ ὁ ἀγροῖκος δὲν μοῦ τὴν ἀνταπέδωκε) Χαλδ. ‖ Παροιμ. Ἀδύνατό ᾽ναι νὰ γενῇ χοίρου μαλλὶ μετάξι, τῶν ἀπανθρώπω τὰ παιδιˬὰ νά ’χουν τιμὴ καὶ πρᾶξι (τὰ τέκνα πάντοτε ὁμοιάζουν πρὸς τοὺς γονεῖς. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ) Ἴος. 3) Πρόστυχος, φαῦλος Κάρπ. Κύπρ. Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Εστάθη ἀπάθ-θρω-πος Κάρπ. ᾿Εγιˬὼ ᾽ὲν εἶμαι ’πάθ-θρωπος νὰ πατήσω τὸν λόον μου Κύπρ. ᾿Εγιˬὼ ’ὲν θέλω νὰ γίνω ’πάθ-θρωπος ταὶ νὰ μὲν κάμου ’τεῖνο ποῦ ταιριάζει αὐτόθ. Πολλὰ ἀπάρθωπος ἔν’ Χαλδ. 4) Ἀγνώμων, ἀχάριστος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ): Ἀτόσα καλὰ ἐποι’κ’ ἀτον κιˬ ἀτὸς ἀπάθρωπον τέρ’ντ’ εὔταει με! (τόσα καλὰ τοῦ ἔκαμα καὶ κοίταξε τί μοῦ κάμνει αὐτὸς ὁ ἀπάνθρωπος! Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ εὔταει διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό-ντ’) Χαλδ. Ἐγὼ ἀτόσα καλὰ ἐποίκ’ ἀτον κ’ ἐκεῖνος ἐφάνθεν ἀπάρθεπος Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/