γουρούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρούνα ἡ, γρούνα Ἀθῆν. Μέγαρ. Πελοπν. (Καρβελ. Γέρμ. Λεῦκτρ. Μάν. Ξεχώρ. Οἴτυλ. Πάνιτσ. Πετρίν. Πλάτσ. Σαηδόν.) Μεγίστ. Χίος (Πυργ.) - Λεξ. Δημητρ. γουρούνα κοιν. γ᾽ρούνα κοιν. βορ. ἰδιωμ. ᾽ουρούνα Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) g᾽ρούνα Μακεδ. (Χαλκιδ.) Χίος (Ὄλυμπ. Πυργ.) μ᾽ρούνα Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. γρώνα. Βλ. Ἡσύχ. «γρώνα· ὗς θήλεια Λάκωνες» καὶ «γρωνάδες· θήλειαι ὗες») Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου μεταξὺ τῶν συμφώνων γ καὶ ρ πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 104, 105, 237 καὶ 2, 294. Β. Φάβην, Byzant. – Neugr. Jahrb. 18 (1949), 159.
Σημασιολογία
1) Ἡ θήλεια χοῖρος κοιν.: Ἐbῆκε ἡ γουρούνα ᾽ς τὸ gῆπο καὶ τὸν ἕσκαψε ὅλονε Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἐγέννησε ἡ γουρούνα κ᾽ ἔκαμε δέκα bουζία (== χοιρίδια) αὐτόθ. Ἡ γ᾽ρούνα μου ἁbόλυσε δέκα bουζία (ἀbόλυσε = ἐγέννησε) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Κινάει τούτη ἡ γουρούνα κάιθε μεσημέρι καὶ πάει ᾽ς τὴ βρύση καὶ λουτσε͜ιέται Πελοπν. (Βερεστ.) Ἔχω νιˬὰ ἔρμη γουρούνα ποὺ δὲν ἔχει χορτασμοὺς Πελοπν. (Γαργαλ.) Μοῦ ᾽φερε νιˬὰ γουρούνα νὰ τὴν κρατήσω μισακιˬὰ Πελοπν. (Παιδεμέν.) Γλυκάθ᾽κι ἡ γ᾽ρούνα μ᾽ ᾽ς τοὺ καλαμπό᾽ κὶ τ᾽ν ἔδισα (συνήθισε ἡ γουρούνα μου νὰ τρώγῃ τὸν ἐσπαρμένον ἀραβόσιτον καὶ τήν ἔδεσα, διὰ νὰ μὴ προξενῇ ζημίαν) Στρελλ. (Ἀχυρ.) Αὐτὴ ἡ γ᾽ρούνα εἷι ἀποὺ καλὸ dαμάρ᾽ (= οἰκογένεια, σόι) Βιθυν. (Πιστικοχ.) Μοναχὰ μιˬὰ γ᾽ρούνα εἶχι κιˬ ἀπ᾽ τὰ γουρ᾽νόπ᾽λα τ᾽ς ἔζ᾽νι Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἡ γ᾽ρούνα εἶι μισὴ πιριˬουσία αὐτὴ π᾽ γλιˬέπ᾽ς Θεσσ. (Βαμβακ.) || Φρ. Σύρθ᾽κι ἡ γουρούνα (σύρθ᾽κι = ἐγονιμοποιήθη) Στερελλ. (Χαιρών.) Βούργιˬαξι ἡ γ᾽ρούνα (ἡ γουρούνα ὀργᾷ πρὸς συνουσίαν· ἡ φρ. ἐπὶ ἀσέμνων γυναικῶν) Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἡ γουρούνα μὲ τά γουρουνόπουλα (φανταστικὸς ἀρχαῖος σφραγιδόλιθος ἔχων ἑγγεγλυμμένην παράστασιν γουρούνας μετὰ χοιριδίων, ὁ ὁποῖος ἔχει μαγικὴν δύναμιν να καταστήσῃ εὐδαίμονα ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ εὕρη αὐτόν, διότι καὶ θησαυρούς θὰ δύναται νὰ ἀνακαλύπτῃ καὶ τὴν εὐτυχίαν νὰ ἔχῃ ἀναπόσπαστον συνοδόν τοῦ βίου του) Ν. Πολίτ., Παραδ., σ. 208, 230, 1014. || Παροιμ. Φρ. Σὰν τέτο͜ια παλιˬολάχανα, σὰν τέτο͜ιες παλιˬοβροῦβες εἴχαμε καί ᾽ς τὸν κῆπο μας, ποὺ τρώγαν οἱ γουροῦνες (ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς οἱ ὁποῖοι προτείνονται εἰς γάμον καὶ δὲν γίνεται δεκτὴ ἡ πρότασις άπὸ αὐτούς εἰς τοὺς ὁποίους προτείνονται) Πελοπν. (Μεσσην.) || Παροιμ. Μεῖς δὲ χωράγαμε καὶ γέννησε κ᾽ ἡ γ᾽ρούνα μας (ἐπὶ προσθέτου ἐπιβαρύνσεως) Πελοπν. (Μάν.) Δὲν εἴχαμε τὶ νἀ κάνουμε καὶ ξύναμε τὴ γ᾽ρούνα μας (ἐπὶ τῶν ἀσκόπως δαπανώντων τὸν χρόνον των) αὐτόθ. Οὐδ᾽ εἶ᾽ οὑ παππᾶς γ᾽ρούνα οὐδ᾽ ἔχασ᾽ (περὶ τῶν μὴ ζημιουμένων ἔκ τινος ἐπιχειρήσεως παρὰ τὰ ἀντιθέτως νομιζόμενα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τά ᾽σκαψ᾽ ἡ γουρούνα μου, | τἀ σκάλισ᾽ ὁ ἀφέντης (ἐπὶ ἐργασίας ἀτελοῦς) Κεφαλλ. Ἡ γουρούνα ᾽γάλι-᾽γάλι καὶ τὰ γουρουνόπουλα πιλαλῶντας μαζὶ τὸ βράδυ θἀ πᾶνε ᾽ς τὸ χωριˬὸ (ἐπὶ τῶν πεπειραμένων, οἱ ὁποῖοι ἐπιτυγχάνουν ἀνετώτερον τοῦ σκοποῦ των παρὰ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι στεροῦνται πείρας πρὸς τοῦτο) Πέλοπν. (Βούρβουρ. Λάστ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ γουρούνα ἅμα ἔκαμε γουρουνόπουλα, οὔτε χυλὸ δὲν ἐματαχόρτασε (ἡ μήτηρ πολλὰς στερήσεις ὑφίσταται χάριν τῶν τέκνων της, ἡ αὔξησις τῶν ὑποχρεώσεων συνεπάγεται στερήσεις) Κεφαλλ. Ἡ γουρούνα ἀπόταν ἐγέννησε, χλωρὸ σκατὸ δὲν ἔφαγε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) G᾽ρούνα ἦτο, g᾽ρουνάιν ἥκαμε (γουρούνα ἦτο, γουρουνάκι ἔκαμε· ἐπὶ τῆς ὁμοιότητος τοῦ χαρακτῆρος τῶν τέκνων πρὸς τὸν τῆς μητρὸς των) Χίος (Ὄλυμπ.) Ἡ κ᾽τσὴ ἡ γ᾽ρούνα τρώει ᾽ν καλύτερ᾽ τ᾽ bούνα (= ὥριμον γενικῶς καρπόν, φροῦτον· ὁ ἔχων ἐλαττώματα ἔχει πολλάκις καλυτέραν τύχην) Ἤπ. (Ἑλληνικ.) Ἡ κ᾽τσὴ ἡ γ᾽ρούνα τρώει τ᾽ γούρ᾽μου τοὺ ᾽πίδ᾽ (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) Γλέπει ἡ γουρούνα τὸ σωρὸ ἀλλὰ γλέπει καὶ τὴ μαναβέλα (ἐπὶ τῶν ὀρεγομένων τι ἀλλὰ συγχρόνως φοβουμένων νὰ τὸ λάβουν) Πελοπν. (Τριφυλ.) || Γνωμ. Ἀπὸ σειρία γρούνα ἀγόραζε κιˬ ἀπὸ γενιˬὰ γυναῖκα (ἡ καταγωγὴ ἔχει μεγάλην σημασίαν) Πελοπν. (Σαηδόν.) || Αἰνίγμ. Γουρούνα κουτσοκέφαλη | ᾽ς τὸ gάbο πάει σκούζοdας (ὁ κώδων) Ζάκ. Γουρούνα, γουρουνοῦσα μου, | σαραdαπεταλοῦσα μου, σαράdα πέταλα βαστῶ | τσαί ᾽ς τὸ νερὸ τσυλε͜ιέμαι (ἡ φτερωτὴ τοῦ ὑδρομύλου) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Ἡ γουρούνα μου ἡ λουγ-γροφαωμένη ὅλ-λον τὸγ κόσμον ἕφαεν τζ᾽ ἀκόμα ᾽ὲχ χορταίνει (τὸ ἄροτρον) Χίος (Πισπιλ.) || ᾌσμ. Βρὲ γουρ᾽νάρη παλαβέ, ποῦ ᾽ν᾽ ἡ γ᾽ρούνα ἡ κουλουβή; Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βρὲ γουρ᾽νάρη τσιˬλιπῆ, ποῦ ᾽ν᾽ ἡ γ᾽ρούνα ἡ παρδαλή; (τσιλιπῆς = τσελεπῆς = εὐγενικὸς) Στερελλ. (Σιβ.) Συνών. λούτα, μουχτερή, μπούζα, μπουζάκα, μπουζίτσα, σκρόφα, χοιρινή 2) Ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἀκάθαρτος, ἡ λαίμαργος καὶ ἀσελγής κοιν.: Ἡ Πηνελιˬὼ ἔναι μιˬὰ γ᾽ρούνα ἀποὺ δὲν ἔχει ταίρι Πελοπν. (Ξεχώρ.) Νὰ χαθῇς, γουρούνα! (ὕβρις) κοιν. Γιˬατί, μωρ᾽ γουρούνα, τού ᾽πις χουρσούζ᾽κου τοὺ γάττου; (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) || Φρ. Λάζεται σὰν τὴ γουρούνα (λάζεται = ὀχεύεται· ἐπὶ ἀσελγοῦς γυναικὸς) Λευκ. 3) Τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον Πελοπν. (Δημητσάν.) Συνών. πρᾶμα, πριτσιδόνι, σκιστὸ, χάβαρο, χύστος. 4) Τὸ ἐνδημικὸν ἐντομοφάγον καὶ σκωληκοφάγον πτηνὸν Λειμώνιος ὁ φαιόλαιμος (Saxicola ruberta) τῆς οίκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae) Πελοπν. (Σαηδόν.) Συνών. γουρουνακάκι, γουρουνακάκος, γουρουνάκος, γουρουνοβοσκάκι, γουρουνοβοσκὸς 2. 5) Τὸ θαλάσσιον ὄστρεον Κόγχη τῆς Ἀφροδίτης (Concha venerea) τῆς οίκογ. τῶν Ἀφροδιτιδῶν (Veneridae), ἡ χοιρίνη τῶν Ἀρχαίων Νάξ. Πελοπν. (Κορινθ.) Συνών. βασκαντῆρα 2, γουρουναδέλα, γουρουνάκι 5, γουρουνακίδα, γουρουνίτσα 3, κλάστρα, μαρίτσα, ματοπιˬάστρα, σβυρνιˬά, τζερπουτζίκι. 6) Εἶδος μεγάλης ἀκρίδος Κρήτ. (Σέλιν.) Συνών. *ἀττέλαγος, μάστακας, τριζώνα. 7) Τὸ φυτὸν Ἑλμινθία ἡ ἐχινοειδὴς (Helmintia echinoides) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Ἤπ. (Χιμάρ.) Πελοπν. (Κορινθ.) : Ἔφαγα δυˬὸ γουροῦνες μὲ ψίχα ζεσὸ ψωμὶ καὶ μοῦ ᾽πιˬασαν τὴ gαρδία (ψίχα ζεσὸ = ὀλίγον ζεστὸν) Χιμάρ. Συνών. γουρουνίτσα 4. 8) Τὸ φυτὸν Κυκλάμινον τὸ νεαπολιτανιχὸν (Cyclamen neapolitanum) τῆς οἰκογ. τῶν Πριμουλιδῶν (Primulaceae) Λευκ. (Εὔγηρ. κ.ἀ.) Ἡ πατάτα τ᾽ς γουρούνας κάνει καλὸ γιˬὰ τὸ δάγκωμα τοῦ σκορπιˬοῦ Εὔγηρ. Συνών. βλ. εὶς λ. γουρουνίδα 2. 9) Τεμάχιον ξύλου σφαιρικοῦ ἢ κῶνος πεύκης ἢ γυμνὴ κόκκων κεφαλὴ ἀραβοσίτου χρησιμοποιούμενα εἰς τὴν ὁμώνυμον παιδιὰν πολλαχ. Συνών. γουρουνίτσα 6. 10) Παιδιὰ παιζομένη ὡς ἑξῆς: Πέριξ εὐρέος λάκκου, χρησιμεύοντος διὰ κατοικίαν, παραμονὴν τῆς γουρούνας, ἀνοίγονται λακκίσκοι σχηματίζοντες πέριξ αὐτοῦ κύκλον. Ἕκαστος τῶν παικτῶν φυλάσσει τὸν λακκίσκον του διὰ ράβδου, ἐνῷ ὁ ἐκλεγεὶς ὡς βοσκὸς τῆς γουρούνας, προσποιούμενος τὴν φωνὴν τοῦ χοίρου καὶ μετακινῶν διἀ ραβδίου τὴν γουρούναν ἐκ τοῦ κεντρικοῦ λάκκου, προσπαθεῖ ἢ νὰ κτυπήσῃ δι᾽ αὐτῆς τινα τῶν παικτῶν ἢ νὰ καταλάβῃ λακκίσκον τινἀ ἀφύλακτον καὶ τοθετήσῃ ἐντὸς αὐτῆς τὴν γουρούναν. Οί συμπαῖκται προσπαθοῦν νὰ ματαιώσουν πάντα ταῦτα, κτυπῶντες τὴν γουρούναν διὰ τοῦ ἄκρου τῆς ράβδου των καὶ προσπαθοῦντες νὰ ἀπομακρύνουν αὐτήν. Ἐὰν ὁ βοσκὸς ἐπιτύχῃ ἑνὸς τῶν ἐπιδιωκομένων ὑπ᾽ αὐτοῦ σκοπῶν, ἀναφωνεῖ τὴν λέξιν ἀλλαγὴ καὶ προσπαθεῖ διὰ τῆς ράβδου του νὰ καταλάβῃ λακκίσκον ἀφύλακτον. Οἱ παῖκται τότε ὀφείλουν νἀ ἀλλάξουν θέσιν καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ἀπολέσας τὸν λακκίσκον ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντα τοῦ βοσκοῦ καὶ ἡ παιδιά συνεχίζεται πολλαχ.: Ὅλη τὴν ἡμέρα τὰ παιδία παίζουσι τὴ γουρούνα ᾽ς τὸ Πλατάδι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ συντροφιˬά, γιˬὰ νὰ παίξουν τὴ γουρούνα Δ. Λουκοπ., Ποιὰ παιγνίδ. παίζουν τἀ Ἑλληνόπ., 132. Συνών. γκούιζα 1, γουρουνάκι 12, γουρουνούλα 1, γουσγούδα, γούτσι, γοῦτσος, πίκος, σκάφη, σκροφίτσα, στρίγγλα, τζίτζιρας, χελώνα. 11) Ὁ λίθος, τὸν ὁποῖον λαμβάνει ὁ ἀποτυχὼν νἀ κερδίσῃ ἓξ ἐκ τῶν εἰκοσιτεσσάρων ὁμοίων λίθων εἰς τὴν παιδίαν, τὴν καλουμένην κολλητσῖνα Πελοπν. (Κορινθ. Συκ.) 12) Κατὰ πληθ. εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ναυτῶν καλοῦνται ἕνεκα τοῦ ὄγκου των τὰ μεγάλα πρυμναῖα ἢ πρῳραῖα τηλεβόλα τῶν πολεμικῶν πλοίων Ναύστ. 13) Τὰ βλήματα τῶν μεγάλων τηλεβόλων εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν στρατιωτικῶν Σ. Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 165: Τὸ χαράκωμα πολλὲς φορὲς γίνεται βεράνι ἀπὸ γουροῦνες (βεράνι = ἔρημος τόπος, ἐρείπιον). 14) Εἶδος ὅπλου παλαιοῦ συστήματος, φέροντος ἐννέα σφαίρας Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) 15) Ἀγκοίνη, ὴτοι περίαμμα τὸ ὁποῖον συγκρατεῖ τὴν κεραίαν πλοίου πρὸς τὸν ἱστὸν Λεξ. Δημητρ. Συνών. τρότσα. 16) Δύο ὄρθιοι ξύλινοι στῦλοι ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, εἰς τὰς ἐντομὰς τῶν ὁποίων στηρίζεται τὸ ὁριζοντίως ἐπικείμενον ἀντίον Μακεδ. (Χαλκιδ.): bρουτ᾽νὲς - πι᾽νὲς g᾽ροῦνις. 17) Δύο πάσσαλοι μετὰ δικράνου, στηριζόμενοι εἰς τὴν γῆν εἰς μικρὰν ἀπ᾽ ἀλλήλων ἀπόστασιν, ἐπὶ τῶν ὁποίων, κατὰ τὴν περιστροφὴν τοῦ ἀντίου διὰ λαβίδος ἡ ὁποία διέρχεται ἀπὸ τὴν ὀπὴν τοῦ ἄλλου ἄκρου, περιτυλίσσεται εἰς τὸ ἀντίον τὸ πρὸς ὕφανσιν διασίδι τοῦ ἀργαλειοῦ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. τυλίχτρα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουρούνας ὡς ἐπῶν. Στερελλ. (Ἀστακ. Σπάρτ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουρούνα Κεφαλλ. Γ᾽ρούνα Θάσ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουρούνα Ἤπ. (Φιλιάτ.) Γουρούνιˬα ἡ, Στερελλ. (Δεσφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA