ἀπάννιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάννιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπάννιστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπά’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀπάννιγος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παννιστὸς<παννίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ γενόμενος λευκὸς ὡς παννὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἡ χρά τ᾽ ἀπάννιστον ἔν᾿ (χρὰ=χροιά, ὄψις). 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐφόρεσέ τις ἀκόμη, καινουργής, ἐπὶ ἐνδυμάτων Θρᾴκ. (Περίστασ. κ.ἀ.) Κύπρ.: Ἀπάννιστα φορέματα Θρᾴκ. Ἐπέθανεν ἡ μάννα της τσ᾿ ἄφηκεν τὰ ροῦχα της ἀπάννιστα Κύπρ. Ποῦ νὰ μείνουσιν ἀπάννιστα τὰ ροῦχα σου! (ἀρὰ) Περίστασ. Συνών. ἄβαλτος 2, ἀβάλωτος 2, ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἀλάτρευτος 2, ἀμεταχείριστος, ἀνέργιˬος 1, ἄπαννος 1, ἄπιˬαστος, ἀφόρετος, καινούργιˬος. 3) Ἀπάννιˬαστος 1, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Ἀπάννιστος εἶν᾽ ὁ φοῦρνος καὶ μὴ βάλῃς μέσα τὰ ψωμιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/