ἀπαντέχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαντέχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαντέχω πολλαχ. ἀπαντέχου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Τσακων. ἀπαdέχω Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀbαdέχω Νάξ. (Βόθρ. Γλυνᾶδ. Δαμαρ.) ἀπαdέχου Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κυδων. Μακεδ. (Μελέν.) Μοσχονήσ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Σάμ. Σαμοθρ. ἀμπαdέχω Μύκ. Σῦρ. Τῆν. ἀσπαντέχω Ἰκαρ. ᾿παντέχω Βιθυν. (Κατιρ.) Ζάκ. Ἤπ. (Τσαμαντ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Τελμ.) Κύπρ. Πελοπν. (Αἴγ. Βασαρ. Βούρβουρ. Γέρμ. Γορτυν. Καλάμ. Κυνουρ. Λάστ. Πάτρ.) Προπ. (Κούταλ.) Χίος –ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 102, 153 καὶ 231, 799 καὶ 234, 840 ΜΛελέκ. ᾿Επιδόρπ. 102 –Λεξ. Μπριγκ. ’παντέχου Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Σχωρ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Τσακων. ’παdέχω Θεσσ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Μέγαρ. Προπ. (Κύζ.) ’παdέχου Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Θάσ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Σάμ. ’μαντέχω Κύπρ. Σύμ. ’σπαντέχω Καππ. (Ἀνακ.) ἀπαντεχένω Πελοπν. (Καλάβρυτ.) –Λεξ. Δημητρ. ἀπαdεχένω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κρήτ. ἀπαντιχένου Μακεδ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀπαdιχένου Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. ἀπαdυχένω Μέγαρ. ἀπαντ’χένου Μακεδ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Τένεδ. ’παντεχένω Ἤπ. ’παντιχένου Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ.) Μακεδ. (Κοζ. Σνίχ.) ’παdιχένου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θεσσ. ’παντυχένω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Βιθυν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄν.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Καλαμ. Μυριόφ.) Πελοπν. (Ἀμαλ. Μεσσ. Πάτρ.) –Λεξ. Μπριγκ. ’παdυχένω Κεφαλλ. Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ’παντ’χένου Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ’παd’χένου Θρᾴκ. (Καλόδ.) ’πανταχένου Μακεδ. (Γιδ.) Μετοχ. ἀπαντεχούμενος Ἤπ. ’παντεχούμενος Ἤπ. ’παντιχούμινους Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Σέρρ. Σιάτ.) ’παdεχούμενος Κρήτ. ’παdιχούμινους Θεσσ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπαντέχω, ὃ ἐξ ἀρχ. *ὑπαντέχω. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,134 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀσπαντέχω κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀσπεττάρω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 (1910/11) 52. Διὰ τὸν τύπ. ᾿μαντέχω πβ. Παγκράτι-Μαγκράτι, Πεντέλη-Μεντέλη κττ. Ὁ τύπ. ἀπαντεχένω ἐκ τοῦ ἀπάντεχα κατὰ τὰ συνών. ἀναμένω, περιμένω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,134 καὶ 2,297, ὁ δὲ ἀπαντυχένω πιθανῶς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ τυχαίνω.

Σημασιολογία

1) Προσμένω, περιμένω πολλαχ.: Ἀπαντέχω τὸν δεῖνα. Ἀπάντεχέ με νὰ πάμε μαζί. Ἄδικα τὸν ἀπαντέχεις πολλαχ. Μὴ μὲ ’παντέχῃς καὶ δὲ θά ’ρθω Χίος. Ἐπάντεξεν ὥσπου νὰ φύγῃ αὐτόθ. Κάτσα κιˬ ἀbάdηξα μιˬὰν οὕα ἀδιˬαφόϊτα (ἐκάθισα κ᾿ ἐπερίμενα μίαν ὥραν ἀνωφελῶς) Σαμοθρ. Ὦμ ἀπαντέχου τρομάρα τόσου ἁτὰ (δὲν ἐπερίμενα τρομάραν τόσον μεγάλην) Τσακων. Οἱ πέτρες, τὸ χῶμα, τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδιˬα ἀπαντέχουν σχεδὸν μὲ ἀνατριχίλα τὴν ἄνοιξι ΙΔραγούμ. Μαρτ. αἷμα2 36. || Παροιμ. φρ. Τσένωσε τσ᾽ ἀπάντεχε νὰ δῇς καηˬμὸς ὁπού ᾽ναι (ἐπὶ τῶν ἀνυπομόνων) Σκῦρ. Ἡ μία πόρτα δέξι μι, ἡ ἄλλ᾽ ἀπάdιχέ μι (ἐπὶ τῶν ἀσώτων) Σάμ. Παροιμ. Ὅταν τὸ σπίτι τοῦ γειτόνου καίεται, ’πάντεχε καὶ τὸ δικό σου (ὅταν κίνδυνος ἀπειλῇ τὸν γείτονά σου, λάμβανε καὶ σὺ μέτρα προφυλακτικὰ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 234, 840 Γνωμ. Ὅπο͜ιους κλαίιτι φτώχε͜ια τοὺν ἀπαdέ’ κιˬ ὅπο͜ιους γιλᾷ κὶ ᾿ς τὴν ἀνάπουδ’ δ᾿λε͜ιά, ἡ μοῖρα τ᾿ τοὺν πά’ ἰμπρὸς Μοσχονήσ. Ἅμα δῇς ἕνα καλό, ἀπάντεχε τσαὶ τ’ ἄλλο (εἰρωνικῶς ἐκ τῆς παρατηρήσεως, ὅτι τὴν μίαν συμφορὰν ἀκολουθῇ συνήθως καὶ ἄλλη) Σκῦρ. Ἄλλοι τὰ εἶχαν, ἄλλοι τά ’χουν κιˬ ἄλλοι πάλι τ’ ἀπαdέχουν (ἐπὶ τῆς ἀσταθείας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων) Μάν. Ὅταν βγάνῃς καὶ δὲ βάνῃς, ’πάντεχε τὸν πάτο πιˬάνεις (ἐπὶ τῶν ἀλογίστως ἐξοδευόντων) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2231, 799. Πάν τὰ σύγνεφα ’ς τὴ Μάνη; -᾿πάντεχε, βροχὴ δὲν πιˬάνει, πάν τὰ σύννεφα ’ς τὴν Πάτρα; -’πάντεχε μὲ τὴν κανάτα Γορτυν. Ἄν ἀστράφτῃ ἀπὸ τὴ Μάνη, ᾿πάντεχε νερὸ δὲν πιˬάνει, ἂν ἀστράφτῃ ἀπ᾿ τὸ Λοντάρι, πιˬάσε, Βλάχο, τὸ πουρνάρι Βασαρ. ‖ ᾌσμ. Πὄχω ἄντρα ᾿ς τὴν ξενιτε͜ιὰ τώρᾳ δώδεκα χρόνιˬα, ἀκόμα δυˬὸ τὸν καρτερῶ καὶ τρίγιˬα τὸν ’παντέχω Βιθυν. (Κατιρ.) Ἄν καρτερῇς, σὲ καρτερῶ κιˬ ἂν κάτσῃς, ’παντυχαίνω κιˬ ἂν γένῃς καὶ καλόγερος κ᾽ ἐγὼ καλογερεύω Βιθυν. Χαρὰ ᾽ς την ποῦ τὸν καρτερεῖ καὶ ποῦ τὸν ’παντεχένει Ἤπ. ’Πὰ τὴν ἔχει, τσεῖ τὴν ἔχει | μέσ᾽ ᾿ς τὸ ρέμα τὴν ’παdέχει Μέγαρ. Συνών. ἀναμένω 1, καρτερῶ, περιμένω. Ἡ μετοχ. ἐνεργ. ὁ προσδοκῶν Θεσσ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κρήτ. Μακεδ. (Βελβ. Σέρρ. Σιάτ.): Γνωμ. Ἀλλοὶ ’ς τὸν ’παντεχούμενο ᾽ς τῆς γειτονιˬᾶς τὸ δεῖπνο (πρὸς τοὺς παρ᾽ ἄλλων περιμένοντας βοήθειαν. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ.) Ἤπ. Καὶ παθ. προσδοκώμενος, ἀναμενόμενος Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.): Ἦταν κιˬ αὐτὸ ᾿π᾿ τὰ ’παντιχούμινα Χουλιαρ. Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἀπαντεχούμενο (ἀναμένεται νὰ ἔλθῃ) Ἤπ. β) Προσδοκῶ, ἐλπίζω Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Πρέβ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κυδων. Κύπρ. Λευκ. Μακεδ. (Κοζ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γύθ. Λακων. Λάστ. Πάτρ κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.): Ἤχασα τὸ πρᾶμα μου κ’ ἐδὰ bλεˬὸ εἶdα θ’ ἀπαdέχω Κρήτ. Δὲν τοὺ ’πάντιχα αὐτὸ Ζαγόρ. Ἐπάντεχα νά ’ρθῃ ἀπόψε Ἤπ. Δὲν ἐπῆγ’ ἡ χρονιˬὰ καλὰ καὶ δὲν ἀπαdέχω τίποτ’ ἀπὸ τ’ ἀbέλιˬα Αἰδηψ. Δὲν ἀπαdέχου πλεˬὰ τίπουτ’ ἀποὺ ᾽σένα Κυδων. ’Ποὺ μένα μὴν ’παντιχέ’ς Κοζ. || Παροιμ. Ὁ φτωχὸς ’παντέχοντας κιˬ ὁ καιρὸς διαβαίνοντας, ὁ φτωχὸς ἐχάθηκε κιˬ ὁ καιρὸς ἐστάθηκε (ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος διαρκῶς ἐλπίζει καὶ ἀποθνήσκει χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν αἱ ἐλπίδες του) Ἤπ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος κάνει καλό, καλὸ δὲν ἔχει, ἀλλὰ ’παντυχένει Πάτρ. || ᾌσμ. Τ᾽ ἄγριˬα βουνὰ ’παdύχενα λιβάδιˬα νὰ γενοῦνε (μοιρολ.) Λακων. Ποτέ μου δὲν τὸ ’πάdεχα μαηˬδὲ ᾿ς τὸ νοῦ μου τό ’χα Λευκ. Ἀγάπησα κ᾿ ἰγ᾽ οὐρφανός, ’πάdιχα νὰ ’πιτύχου, ᾿πίτυχα μιˬὰ σὰν gούστιρα ποῦ πιρπατᾷ ᾽ς τοὺ δοίχου Ἰωάνν. Συνών. ἀναμένω 1β. γ) Φοβοῦμαι ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Πὄχουν δυˬὸ ματάκιˬα μαῦρα, μαῦρα εἶναι σὰν τὴν ἐλα͜ιὰ κιˬ ὅπ͜οιος τὰ πρωτοφιλήσῃ Χάρω δὲ ’παντέχει πλεˬὰ 2) Νομίζω, ὑποθέτω Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Σχωρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Καππ. (Ἀνακ.) Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.): ’Παντέχω πῶς θά ’ρθη Γέρμ. Τι’ ’πάντιχις, πῶς θά ’’ πάντα πα’γύριˬα; Ζαγόρ. Τί ’παντιχέ’ς, πῶς δὲ θά ’ρθου; αὐτόθ. Τί ’παdιχέ’ς, θὰ σ’ πιράσ’; (θὰ γίνῃ τὸ θέλημά σου;) ᾿Ιωάνν. Ὁ κόσμος τὸν ’πάντεχαν ζουρλὸν καὶ τὸν ἔδεσαν Ἤπ. || ᾌσμ. ’Παdέχεις κ᾽ εἶσι κιˬ ἄνθρουπους μ’ αὐτὰ τὰ μούτσουνά σου; Ἰωάνν. Τοὺν καϊκτσῆν ἰφώναξαν νὰ ᾽ρθῇ νὰ τοὺν πλιρώσουν τοῦν ’πάdιχαν γιˬὰ ᾽Οβρ͜αιὸ πῆγαν νὰ τοὺν σκουτώσουν αὐτόθ. 3) Γνωρίζω Πελοπν. (Πάτρ.) –ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 102,153: Παροιμ. Σὰν μιλᾷς καὶ δὲ σ’ ἀκοῦνε, ’πάντεχε ’τ’ εἶσαι ’ς τὸ μύλο (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀξιουμένου προσοχῆς τινος) Πάτρ. Ἡ νύφη ὅταν δὲν μιλᾷ, ’πάντεχε πῶς θὰ πεινᾷ (ἐπὶ τοῦ δεικνύοντος πλαγίως τὰς διαθέσεις του) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ἀν. Συνών. κατέχω, ξέρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/