βασιλόπιττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλόπιττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βασιλόπιττα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ.) βασ’λόπ’ττα βόρ. ἰδιώμ. βασιλε͜ιόπιττα Ἰων. (Σμύρν.)-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ὀν. Βασίλεις καὶ τοῦ οὐσ. πίττα.
Σημασιολογία
Ὁ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου παρασκευαζόμενος ἄρτος εἰς τὸν ὁποῖον ἐντίθεται κατ' ἕθος καὶ. νόμισμα: Κόβω τὴ βασιλόπιττα. Συνών. ἅγι-Βασίλεις 3, ἁγιβασιλίτσα 1, ἀγιβασιλόπιττα, βασιλίτσα 1, βασιλοκουλούρα, βασιλόπουλλα, βασιλόψωμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA