βασιλοπόταμον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλοπόταμον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλοπόταμον τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ ποτάμι.
Σημασιολογία
Βασιλικὸς ποταμός: ᾎσμ. Τρέχουν βασιλοπόταμα καὶ ἔνι δροσισμένη (ἐνν. ἡ παράδεισος). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA