γκιˬοζεντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬοζεντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκιˬοζεντίζω Θρᾴκ. (Καλαμ.) γκιˬοζεδίζω Βιθυν. (Κατιρ.) κιˬοζετίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gözdirmek=προσηλῶ τοὺς ὀφθαλμούς.
Σημασιολογία
Παρατηρῶ, προσέχω, περιποιοῦμαι, φροντίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ καλάθιˬα νὰ τὰ γκιˬοζεντίζ’με, νὰ μὴ σπάσ’νε Θρᾴκ. (Καλαμ.) Σὰν εἶδε ὁ βασιλὲς τὸ κορίτσι, τό ’βανε ’ς τὸ παλάτι καὶ εἶπε νὰ τὸ γκιˬοζεδίζουνε καλὰ (ἐκ παραμυθ.) Βιθυν. (Κατιρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA